-
1 αρτεμισία
ἀρτεμισίᾱ, ἀρτεμισίαwormwood: fem nom /voc /acc dualἀρτεμισίᾱ, ἀρτεμισίαwormwood: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀρτεμισίᾱͅ, ἀρτεμισίαwormwood: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Αρτεμισία
Ἀρτεμισίᾱ, Ἀρτεμισίηfem nom /voc /acc dualἈρτεμισίᾱ, Ἀρτεμισίηfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἀρτεμισίᾱͅ, Ἀρτεμισίηfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 ἀρτεμισία
-
4 αρτεμισια
ἡ предполож. белая полынь Arst. -
5 Αρτεμισια
ион. Ἀρτεμισίη ἥ Артемисия1) царица Галикарнасса, союзница Ксеркса в его походе на Грецию, участница Саламинского сражения Her.2) вдова карийского царя Мавсола, воздвигшая своему мужу знаменитый памятник «Мавсолей», слывший одним из «семи чудес» Diod. -
6 Αρτεμίσια
-
7 Ἀρτεμίσια
-
8 ἀρτεμισία
ἀρτεμισία, ἡ,A wormwood, ἀ. πλατυτέρα, = Artemisia arborescens, ἀ. λεπτοτέρα, = A. campestris, Dsc.3.113.2 ἀ. μονόκλωνος, = A. scoparia, Ps.-Dsc.3.113.II = ἀμβροσία, ib.114.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτεμισία
-
9 ἀρτεμισία
-
10 ἀρτεμισία
Βλ. λ. αρτεμισία -
11 ἀρτεμισίᾳ
Βλ. λ. αρτεμισία -
12 Ἀρτεμισία
Βλ. λ. Αρτεμισία -
13 Ἀρτεμισίᾳ
Βλ. λ. Αρτεμισία -
14 αρτεμισία
η полынь -
15 αρτεμισία
I.ηBeifuß mII.η κοινήGemeiner Beifuß m -
16 αρτεμισίας
ἀρτεμισίᾱς, ἀρτεμισίαwormwood: fem acc plἀρτεμισίᾱς, ἀρτεμισίαwormwood: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 ἀρτεμισίας
ἀρτεμισίᾱς, ἀρτεμισίαwormwood: fem acc plἀρτεμισίᾱς, ἀρτεμισίαwormwood: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 Αρταμουξια
ἡ Arph. в произнош. скифа = Ἀρτεμισία См. Αρτεμισια -
19 Αρτεμισίας
-
20 Ἀρτεμισίας
См. также в других словарях:
ἀρτεμισία — ἀρτεμισίᾱ , ἀρτεμισία wormwood fem nom/voc/acc dual ἀρτεμισίᾱ , ἀρτεμισία wormwood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρτεμισία — Ἀρτεμισίᾱ , Ἀρτεμισίη fem nom/voc/acc dual Ἀρτεμισίᾱ , Ἀρτεμισίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτεμισίᾳ — ἀρτεμισίᾱͅ , ἀρτεμισία wormwood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρτεμισίᾳ — Ἀρτεμισίᾱͅ , Ἀρτεμισίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτεμισία — (artemisia). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων, τα 200 είδη της οποίας είναι ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Η α. διακρίνεται για τα σωληνωτά της ανθίδια. Οι καρποί της είναι συμπιεσμένα αχαίνια. Μερικά είδη α. χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
Αρτεμισία — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κόρη του Έλληνα ηγεμόνα της Αλικαρνασσού Λύγδαμη (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Έγινε θρυλική μορφή για τη συμμετοχή της με πέντε πλοία στην εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας και τη γενναία δράση της στη… … Dictionary of Greek
Ἀρτεμίσια — Ἀρτεμίσιον temple of Artemis neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτεμισίας — ἀρτεμισίᾱς , ἀρτεμισία wormwood fem acc pl ἀρτεμισίᾱς , ἀρτεμισία wormwood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτεμισίαι — ἀρτεμισίᾱͅ , ἀρτεμισία wormwood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτεμισίαν — ἀρτεμισίᾱν , ἀρτεμισία wormwood fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρτεμισίας — Ἀρτεμισίᾱς , Ἀρτεμισίη fem acc pl Ἀρτεμισίᾱς , Ἀρτεμισίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)