-
1 Αριστοφάνειος
-
2 Ἀριστοφάνειος
-
3 Ἀριστοφάνειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀριστοφάνειος
-
4 Αριστοφανείων
Ἀριστοφάνειοςof Aristophanes: fem gen plἈριστοφάνειοςof Aristophanes: masc /neut gen pl -
5 Ἀριστοφανείων
Ἀριστοφάνειοςof Aristophanes: fem gen plἈριστοφάνειοςof Aristophanes: masc /neut gen pl -
6 Αριστοφάνειον
Ἀριστοφάνειοςof Aristophanes: masc acc sgἈριστοφάνειοςof Aristophanes: neut nom /voc /acc sg -
7 Ἀριστοφάνειον
Ἀριστοφάνειοςof Aristophanes: masc acc sgἈριστοφάνειοςof Aristophanes: neut nom /voc /acc sg -
8 Αριστοφανείοις
-
9 Ἀριστοφανείοις
-
10 Αριστοφανείου
-
11 Ἀριστοφανείου
-
12 Αριστοφανείω
-
13 Ἀριστοφανείῳ
-
14 Αριστοφάνεια
-
15 Ἀριστοφάνεια
-
16 ἔκδοσις
2 giving in marriage, dowering,ἔ. ποιεῖσθαι τῶν θυγατέρων Id.Lg. 924d
, cf. Arist.Pol. 13352 22 ;τὰς ἐ. τῶν γυναικῶν D.44.66
.3 letting, hiring, or farming out, PPetr.3p.148 (iii B.C.) ;τὰς ἐ. ἀγοράζειν παρὰ τῶν τιμητῶν Plb. 6.17.4
;τὰς ἐ. ποιεῖσθαι IG7.303.27
(Orop.) ;ἐ. ἱερῶν ἔργων Plu.Cat. Ma.19
, cf. IG5(2).l.c.5 publication of a book, D.H. Amm.1.10, Ael.Tact.Praef.4: in concrete sense, a 'publication', treatise, A.D.Synt.3.4, 313.6, Iamb.VP23.104.c translation, J.AJ12.2.4 (dub.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκδοσις
См. также в других словарях:
Ἀριστοφάνειος — of Aristophanes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστοφάνειος — α, ο (Α ἀριστοφάνειος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη 2. ο σκωπτικός, ο αθυρόστομος, ο βωμολόχος αρχ. «ἀριστοφάνειον μέτρον» το αναπαιστικό τετράμετρο … Dictionary of Greek
αριστοφάνειος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο κωμικό ποιητή Αριστοφάνη, καυστικός ή βωμολοχικός: Οι βωμολοχίες στην κωμωδία αυτή ξεπερνούν και τις αριστοφάνειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀριστοφανείων — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes fem gen pl Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφάνειον — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc acc sg Ἀριστοφάνειος of Aristophanes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφανείοις — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφανείου — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφανείῳ — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφάνεια — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαριστοφάνειος — ον, Α αυτός που εσφαλμένα αποδίδεται στον Αριστοφάνη ή αυτός που προσποιείται ότι είναι οπαδός ή μιμητής τού Αριστοφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Ἀριστοφάνειος] … Dictionary of Greek