-
1 Ἅρπυιαι
Ἅρπυιαι, ( Ἀρεπ- on a vase from Aegina, Arch.Zeit.40.197, cf.EM 138.21, and prob. ἀρέπυιαι ἀνηρέψαντο shd. be read in Od. ll. cc.;A v. ἀνερείπομαι) αἱ, the Snatchers, a name used in Od. to personify whirlwinds or hurricanes (soτυφῶσι καὶ ἁρπυίαις Ph.1.333
);ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο Od.1.241
, 20.77: acc. pl., Hes.Th. 267;πτηνά τ' Ἁρπυιῶν γένη Anaxil.22.5
, cf. A.R.2.188: rarely in sg., Euph.113: as pr. n., Ἅρπυια Ποδάργη, mother of the horses of Achilles, Il.16.150; also name of one of Actaeon's hounds, A.Fr. 245; cf. ἁρπυίας· ἁρπακτικοὺς κύνας, Hsch.2 as Adj.,ἁ. σκύλακες Inscr.Perg.203
. (A quasi-participial form.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἅρπυιαι
См. также в других словарях:
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek