-
1 Αργολας
См. также в других словарях:
Ἀργόλας — Ἀργόλᾱς , Ἀργόλας masc acc pl Ἀργόλᾱς , Ἀργόλας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργόλαι — Ἀργόλας masc nom/voc pl Ἀργόλᾱͅ , Ἀργόλας masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργόλαν — Ἀργόλᾱν , Ἀργόλας masc acc sg (epic doric aeolic) Ἀργόλας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οζόλαι — Ὀζόλαι, oἱ (Α) φυλή τών Λοκρών που ονομάστηκε έτσι, πιθανώς λόγω τής πολύ έντονης οσμής τών θειούχων πηγών που υπήρχαν στην περιοχή τους ή επειδή ζούσαν μαζί με αιγοβοσκούς και φορούσαν κατσικήσια δέρματα τα οποία ανέδιδαν άσχημη μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek