-
1 ῥᾳστώνευσις
ῥᾳστώνευσις, ἡ, = ῥᾳστώνη, Suid. v. Ἀπίκιος.
-
2 πολυδαισία
πολῠ-δαισία, ἡ,A eating much, Suid. s.v. Ἀπίκιος; cf. πολυποσία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυδαισία
См. также в других словарях:
Απίκιος Καίλιος — Τίτλος μιας ρωμαϊκής σειράς μαγειρικής σε 10 τόμους, που συντάχτηκε τον 3o ή 4o αι. μ.Χ. από κάποιον Καίλιο, που δανείστηκε το όνομα του Μάρκου Γάβιου Απίκιου, διάσημου καλοφαγά της εποχής του Τιβέριου (1ος αι. μ.Χ.). Κατά τον Αθήναιο, ο Απίκιος… … Dictionary of Greek