-
1 Αντίπατρον
-
2 Ἀντίπατρον
-
3 ἐπιτείχισμα
A fort or stronghold placed on the enemy's frontier, v.l. in Id.8.95, cf. X.HG5.1.2 ; τινί or ἐπί τινα against one,κατασκευάζειν ὑμῖν ἐ. τὴν Εὔβοιαν D.8.66
;ἐπὶ τὴν Ἀττικήν Id.18.71
;κατὰ τῆς πόλεως D.H.3.43
: c. gen., ἔχουσι τοσαῦτ' ἐ. τῆς αὑτοῦ χώρας holding so many fortresses which command his country, D.4.5.2 metaph., τῆς αὑτῆς ἀρχῆς ἐ. πρὸς τὸ μηδ' ὁτιοῦν παρακινεῖν a barrier or obstacle to.., Id.15.12 ;ὥσπερ ἐ. τοῖς υἱοῖς κατάγει τὸν Ἀντίπατρον J.BJ1.23.1
; τὴν φιλοσοφίαν ἐ. τῶν νόμων a barrier against, or a bulwark in defence of, the laws, Alcid. ap. Arist.Rh. 1406b11 ; ἐ. τῶν ἀνθρωπίνων παθῶνἡ ποιητικὴ καθέστηκεν S.E.M.1.298
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτείχισμα
См. также в других словарях:
Ἀντίπατρον — Ἀντίπατρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)