-
1 Ανθηδών
-
2 Ἀνθηδών
-
3 Ανθηδων
- όνος ἥ Антедон ( город в Беотии) Hom. -
4 ἀνθηδών
A the flowery one, i.e. the bee, Damocr. ap. Gal.14.91, Ael.NA15.1, EM108.43.II eastern thorn, Crataegus orientalis, Thphr.HP3.12.5:—hence [full] ἀνθηδονοειδής, ές, as epith. of Crataegus monogyna, hawthorn, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθηδών
-
5 Ἀνθηδών
Ἀνθηδών: a town in Boeotia, on the Eurīpus, Il. 2.508†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀνθηδών
-
6 ἀνθηδών
ἀνθ-ηδών, die Blumenesserin; die Biene -
7 ἐσχατάω
ἐσχατάω oder ἐσχατόω, der Aeußerste, Letzte sein, nur partic. ἐσχατόων, -τόωσα, z. B. εἴ τινά που δηΐων ἕλοι ἐσχατόωντα, einen äußersten der Feinde, einen Nachzügler, Il. 10, 206; Ἀνϑηδών, Μύρσινος ἐσχατόωσα, an der äußersten Gränze gelegen, 2, 508. 616; Καύκασον ἐσχατόωντα Theocr. 5, 17.
-
8 εσχαταω
(только part.)1) быть далеким(Ἀνθηδὼν ἐσχατόωσα Hom.; Καύκασος ἐσχατόων Theocr.)
2) находиться на краюδηΐων ἐσχατόων τις Hom. кто-л. — из врагов, бродящий с краю (неприятельского стана)
-
9 Ανθηδόνα
-
10 Ἀνθηδόνα
-
11 Ανθηδόνες
-
12 Ἀνθηδόνες
-
13 Ανθηδόνι
-
14 Ἀνθηδόνι
-
15 Ανθηδόνος
-
16 Ἀνθηδόνος
-
17 Ανθηδόνων
-
18 Ἀνθηδόνων
-
19 Ανθηδόσι
-
20 Ἀνθηδόσι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀνθηδών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθηδών — (antedon). Γένος αρθρωτών εχινοδέρμων της οικογένειας των ανθηδονιδών. Βρίσκονται σε όλες τις θάλασσες και σε βάθος μέχρι 300 μ. Στη διάρκεια του προνυμφικού τους σταδίου βρίσκονται κολλημένα με έναν μικρό μίσχο στον πυθμένα ή σε άλλα αντικείμενα … Dictionary of Greek
Ανθηδών — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας στον Ευβοϊκό κόλπο. H ονομασία της προέρχεται είτε από μια ομώνυμη νύμφη είτε από τον Άνθα, γιο του Ποσειδώνα και της Αλκυόνης. Η πόλη ήταν μέλος της Βοιωτικής ομοσπονδίας. Είχε άλσος των Καβείρων και ιερό της Δήμητρας… … Dictionary of Greek
Ἀνθηδόνα — Ἀνθηδών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθηδόνες — Ἀνθηδών masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθηδόνι — Ἀνθηδών masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθηδόνος — Ἀνθηδών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθηδόνων — Ἀνθηδών masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθηδόσι — Ἀνθηδών masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АНФЕДОН — • Anthedon, ή Άνθηδών, 1. город у северного склона Мессания, самый северный прибрежный город Беотии (Hot. Il. 2, 508), с хорошею гаванью, названный по имени А., отца Главка; здесь Главк обращен был в морского бога. Ov. met. 7,… … Реальный словарь классических древностей
Anthédon — ANTHÉDON, ŏnis, Gr. Ἀνθηδὼν, όνος, eine Nymphe, von welcher die Stadt Anthedon in Böotien den Namen bekommen haben soll. Pausan. Bœot. c. 22 … Gründliches mythologisches Lexikon