-
1 αμόργιος
-
2 ἀμόργιος
-
3 Ἀμοργός
Ἀμοργός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀμοργός
См. также в других словарях:
ἀμόργιος — ἄμοργις stalks of mallow (Malva silvestris) fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)