Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἀμφίλοχ'

См. также в других словарях:

  • Ἀμφίλοχ' — Ἀμφίλοχε , Ἀμφίλοχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιάζω — (ΑΜ νηπιάζω) [νήπιος] 1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι 2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού αρχ. 1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»