-
1 Αμφίλοχ'
-
2 Ἀμφίλοχ'
См. также в других словарях:
Ἀμφίλοχ' — Ἀμφίλοχε , Ἀμφίλοχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπιάζω — (ΑΜ νηπιάζω) [νήπιος] 1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι 2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού αρχ. 1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς… … Dictionary of Greek