Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ἀμφικτιονία

  • 1 Αμφικτιονια

        поздн. Ἀμφικτυονία ἥ амфиктиония
        1) союз греч. государств для совместного отправления культа в общем святилище и для мирного урегулирования спорных вопросов; важнейшими амфиктиониями были
        

    — а. дельфийская, объединявшая 12 государств и собиравшаяся весной в Шельфах и осенью в Антеле, близ Фермопил, и а. делосская Dem., Plut.

        2) собрание амфиктионийского союза Dem., Plut.

    Древнегреческо-русский словарь > Αμφικτιονια

  • 2 αμφικτιονία

    αμφικτυονία η ист. амфиктиония

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αμφικτιονία

См. также в других словарях:

  • αμφικτιονία — ἀμφικτιονία και ἀμφικτυονία, η (Α) οργάνωση, αρχικά θρησκευτική, στην οποία συμμετείχαν οι κάτοικοι γειτονικών περιοχών, με επίκεντρο ένα ιερό κοινής λατρείας, και αργότερα πολιτική ομοσπονδία πόλεων κρατών τής αρχαίας Ελλάδας …   Dictionary of Greek

  • αμφικτιονία — η θρησκευτική και πολιτική ένωση γειτονικών πόλεων που οργανωνόταν γύρω από κάποιο κοινό ιερό: Η σπουδαιότερη αμφικτιονία ήταν η Δελφική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμφικτιονία ή αμφικτυονία — Ένωση ανεξάρτητων γειτονικών πόλεων (περιοίκων) στην πρώιμη αρχαιότητα, η κυριότερη μορφή ένωσης στην οποία είχαν φτάσει οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Αρχικά, στην α. ανήκαν συγγενικές φυλές (έθνη τα ονόμαζαν οι αρχαίοι). Για να είναι σεβαστές αυτές… …   Dictionary of Greek

  • Δηλιακή Συμμαχία — Πολιτικοθρησκευτική ένωση των Ιώνων, που υπαγόταν σε αρχαιότατη αμφικτιονία και είχε κέντρο τη Δήλο. Λίγο μετά τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ο Πεισίστρατος επιχείρησε να την εξαρτήσει από την Αθήνα, κάτι που κατόρθωσε ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης …   Dictionary of Greek

  • αμφικτιονικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αμφικτιονία: Στα αμφικτιονικά συνέδρια έπαιρναν μέρος οι αντιπρόσωποι των συνδεμένων σε αμφικτιονία πόλεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Anfictionía — Saltar a navegación, búsqueda La Anfictionía (del griego αμφικτιονία, a su vez derivado de αμφί (ambos) + κτίζω (construir), por lo que etimológicamente significa fundación conjunta) se trataba de una liga religiosa que agrupaba 12 pueblos (no… …   Wikipedia Español

  • Deméter — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Deméter (desambiguación). Deméter. Deméter o Demetra (en griego antiguo Δημήτηρ o Δημητρα, ‘diosa madre’ o quizás ‘madre distribuidora’, quizá del sustantivo indoeuropeo …   Wikipedia Español

  • Anfictionía — ► sustantivo femenino 1 HISTORIA Agrupación de las antiguas ciudades griegas bajo la dirección de Atenas. 2 HISTORIA Asamblea de los anfictiones o diputados. * * * anfictionía (del gr. «amphiktionía») 1 f. Confederación de *ciudades en la antigua …   Enciclopedia Universal

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • αμφικτίονες — ἀμφικτίονες, και κτύονες, οι (Α) 1) αυτοί που κατοικούν γύρω ή κοντά, περίοικοι, γείτονες 2. (ως κύριο όνομα) οι απεσταλμένοι των πόλεων που ήταν συνδεδεμένες σε Αμφικτιονία ή αμφικτιονική ομοσπονδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κτίονες ή κτύονες < …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»