-
1 Αμβρακίδες
-
2 Ἀμβρακίδες
-
3 Ἀμβρακίδες
Ἀμβρακίδες, αἱ,A Ambracian women's shoes, Poll.7.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀμβρακίδες
См. также в других словарях:
αμβρακίδες — ἀμβρακίδες, αι (Α) [Ἀμβρακία] κομψά γυναικεία υποδήματα, που πήραν το όνομά τους από τον τόπο τής κατασκευής τους … Dictionary of Greek
Ἀμβρακίδες — Ambracian women s shoes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)