Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἀμάθεια

См. также в других словарях:

  • Ἀμαθείᾳ — Ἀμαθείᾱͅ , Ἀμάθεια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμάθεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάθεια — η έλλειψη γνώσεων, απαιδευσία: Για τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες κύρια αιτία είναι η αμάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάθεια — η (Α ἀμαθία) [αμαθής] έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη νεοελλ. έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά αρχ. 1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος 2. αγένεια, απρέπεια 3. ιδιοτροπία,… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμαθείας — Ἀμαθείᾱς , Ἀμάθεια fem acc pl Ἀμαθείᾱς , Ἀμάθεια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμαθείαις — Ἀμάθεια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμάθειαν — Ἀμάθεια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Amathéa — AMATHÉA, æ, Græc. Ἀμάθεια, ας, (⇒ Tab. III.) eine von des Nereus und der Doris 50 Töchtern, oder den so genannten Nereiden. Homer. Il. Σ v. 48. Sie wird lateinisch auch Amathia ausgesprochen, fälschlich aber Aemathéa, genannt. Muncker. ad Hygin.… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • άγνοια — ἄγνοια, η (Α και ἀγνοία σε ποιητές) [ἀγνοῶ] έλλειψη γνώσης, αγνωσία, αμάθεια αρχ. 1. σφάλμα, πλάνη ή αμάρτημα που προέρχεται από άγνοια 2. φρ. «ὑπ ἀγνοίας ὁρῶ τινα», προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον βλέποντάς τον …   Dictionary of Greek

  • αήθεια — ἀήθεια και ία, η (Α) [ἀήθης] 1. το καινούργιο και ασυνήθιστο, η ιδιορρυθμία μιας κατάστασης 2. απειρία, αμάθεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»