Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἀλάζωνες

См. также в других словарях:

  • Αλαζώνες — Αρχαία σκυθική φυλή στις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου. Αναφέρονται και ως Αλιζώνες (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»