-
1 Αλαζωνες
οἱ алазоны ( племя в Скифии) Her.
См. также в других словарях:
Αλαζώνες — Αρχαία σκυθική φυλή στις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου. Αναφέρονται και ως Αλιζώνες (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το … Dictionary of Greek