-
1 Αλκμάνος
-
2 Ἀλκμάνος
-
3 αηδων
1) соловей Hom., Hes., Trag., Arst.2) певец(Μοισᾶν Eur.)
ἥ κατ΄ ἀρουραν ἀ. Anth. = ἀκρίς;ἀ. ἥ ἐν ἐρίθοις Anth. = κερκίς3) песня, стихотворение(Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες Anth.)
4) свирель, флейта(λώτιναι ἀηδόνες Eur.)
-
4 Δωρίζω
A imitate the Dorians in life, dialect, etc., speak Doric Greek, Theoc.15.93, Str.8.1.2, Plu.2.421b:—[voice] Pass., to be written in the Doric dialect,δ. τὰ Ἀλκμᾶνος A.D.Synt.279.25
. -
5 θηλυμελής
θηλυ-μελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηλυμελής
См. также в других словарях:
Ἀλκμάνος — Ἀλκμάν masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκμανικός — ή, ό (Α ἀλκμανικός, ή, όν) [Ἀλκμάν] αυτός που ανήκει στον Αλκμάνα ή χρησιμοποιήθηκε από τον Αλκμάνα ή έγινε κατά τον τρόπο τού Αλκμάνος … Dictionary of Greek
δήιος — δήϊος, η, ον (Α) βλ. δάιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη… … Dictionary of Greek
δην — δήν (δωρ. τ.) δάν ή δοάν επίρρ. (Α) 1. επί μακρό χρόνο, επί πολύ 2. προ πολλού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δην, όπως εξάλλου και η αντίθετη της πλην (με αμάρτ. σημασία «κοντά», πρβλ. πλησίον), είναι η αιτιατική ενός ονόματος με ρίζα *δFā < ΙΕ *dwā… … Dictionary of Greek
τέκμαρ — και τέκμωρ, ος, τὸ, Α 1. όριο, τέλος, πέρας («τὸ τέκμαρ καὶ πέρας ταὐτόν ἐστι κατὰ τήν ἀρχαίαν γλῶσσαν», Αριστοτ.) 2. επιδίωξη, σκοπός («θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδισσι τέκμαρ ἀνύεται», Πίνδ.) 3. διέξοδος («τὸ δ ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐκ ἕπεται τέκμαρ» … Dictionary of Greek