Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ἀλκμάνος

См. также в других словарях:

  • Ἀλκμάνος — Ἀλκμάν masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλκμανικός — ή, ό (Α ἀλκμανικός, ή, όν) [Ἀλκμάν] αυτός που ανήκει στον Αλκμάνα ή χρησιμοποιήθηκε από τον Αλκμάνα ή έγινε κατά τον τρόπο τού Αλκμάνος …   Dictionary of Greek

  • δήιος — δήϊος, η, ον (Α) βλ. δάιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δήϊος είναι επικός τ. τού δάϊος. Με βάση τη σημ. «εχθρικός, ολέθριος», τα ομηρικά δήϊον πυρ και πυρός δηΐοιο οδηγούν σε συσχετισμό με ρ. δαίω (< *δaFyω) «καίω». Από άλλους όμως υποστηρίχτηκε η ύπαρξη… …   Dictionary of Greek

  • δην — δήν (δωρ. τ.) δάν ή δοάν επίρρ. (Α) 1. επί μακρό χρόνο, επί πολύ 2. προ πολλού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δην, όπως εξάλλου και η αντίθετη της πλην (με αμάρτ. σημασία «κοντά», πρβλ. πλησίον), είναι η αιτιατική ενός ονόματος με ρίζα *δFā < ΙΕ *dwā… …   Dictionary of Greek

  • τέκμαρ — και τέκμωρ, ος, τὸ, Α 1. όριο, τέλος, πέρας («τὸ τέκμαρ καὶ πέρας ταὐτόν ἐστι κατὰ τήν ἀρχαίαν γλῶσσαν», Αριστοτ.) 2. επιδίωξη, σκοπός («θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδισσι τέκμαρ ἀνύεται», Πίνδ.) 3. διέξοδος («τὸ δ ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐκ ἕπεται τέκμαρ» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»