Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

Ἀλκμανικόν

См. также в других словарях:

  • Ἀλκμανικόν — Ἀλκμανικός used by Alcman masc acc sg Ἀλκμανικός used by Alcman neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιαζεύγνυμι — Α 1. χωρίζω εκ τών προτέρων 2. φρ. «σχῆμα προδιεζευγμένον [ή ἀλκμανικόν]» σχήμα που χρησιμοποιήθηκε από τον Αλκμάνα και σύμφωνα με το οποίο όταν ένα ρήμα έχει δύο υποκείμενα συνάπτεται σε πληθυντικό αριθμό με το πρώτο, όπως λ.χ. στη φράση ἐγὼ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»