-
1 Αλκιμίδα
Ἀλκιμίδᾱ, Ἀλκιμίδηςmasc nom /voc /acc dualἈλκιμίδηςmasc voc sgἈλκιμίδᾱ, Ἀλκιμίδηςmasc gen sg (doric aeolic)Ἀλκιμίδηςmasc nom sg (epic) -
2 Ἀλκιμίδα
Ἀλκιμίδᾱ, Ἀλκιμίδηςmasc nom /voc /acc dualἈλκιμίδηςmasc voc sgἈλκιμίδᾱ, Ἀλκιμίδηςmasc gen sg (doric aeolic)Ἀλκιμίδηςmasc nom sg (epic) -
3 Αλκιμίδας
-
4 Ἀλκιμίδας
-
5 Αλκιμίδαν
-
6 Ἀλκιμίδαν
-
7 Ἀλκιμίδας
Ἀλκῐμῐδας son of Theon of Aigina, of the clan Bassidai, victor in boys' wrestling at Nemea -
8 γαρύω
1 give voice; speak, sing (of) abs., or c. acc. εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦτορ ( γαρύειν Hartung) O. 1.3 μαθόντες δὲ ἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον ( γαρυέτων coni. Bergk: ἀντιβοῶντες paraphr.: αἰνίττεται Βακχυλίδην καὶ Σιμωνίδην. Σ.) O. 2.88μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων οὐ ψεύσομ O. 13.52
τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ P. 4.94
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (Wil.: γαρύετ codd.: γαρύεντ dett.: γαρύειν Hermann, qui post ἐμὸν distinxit) P. 5.72ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί N. 7.83
γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34
dub., ?c. acc. & inf., ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς, Ἀλκίμιδα, σέ γ' ἐπαρκέσαι κλειτᾷ γενεᾷ (Turyn: τό γ' ἐπάρκεσε codd.: v. ἐπαρκέω) N. 6.58 -
9 ἐπαρκέω
1 provide ἄγγελος ἔβαν, πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο, Ἀλκίμιδα, δέ γ' ἐπαρκέσαι κλειτᾷ γενεᾷ (Turyn: τό γ' ἐπαρκέσε codd.: “infinitivo apud verbum γαρύω sane inusitato” Schr.: cf. Fraenkel on Agam. 1170) N. 6.60
См. также в других словарях:
Ἀλκιμίδα — Ἀλκιμίδᾱ , Ἀλκιμίδης masc nom/voc/acc dual Ἀλκιμίδης masc voc sg Ἀλκιμίδᾱ , Ἀλκιμίδης masc gen sg (doric aeolic) Ἀλκιμίδης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκιμίδας — Ἀλκιμίδᾱς , Ἀλκιμίδης masc acc pl Ἀλκιμίδᾱς , Ἀλκιμίδης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκιμίδαν — Ἀλκιμίδᾱν , Ἀλκιμίδης masc acc sg (epic doric aeolic) Ἀλκιμίδης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)