Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Ἀκίδας

См. также в других словарях:

  • Ἀκίδας — Ἀκίδᾱς , Ἀκίδας masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκίδας — ἀκίς pointed object fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκίδαντα — Ἀκίδας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκίδαντι — Ἀκίδας masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκίδαντος — Ἀκίδας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτρικός άνεμος — Φαινόμενο που εκδηλώνεται όταν ένας αγωγός –που καταλήγει σε ακίδα– είναι φορτισμένος με ηλεκτρισμό, ως συνέπεια της πυκνότητας του φορτίου που είναι αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας καμπυλότητας του αγωγού. Στην άκρη του αγωγού η πυκνότητα του… …   Dictionary of Greek

  • Πάλμερ, κοχλίας του- ή ελεγκτήρας του Πάλμερ — Μικρομετρικό όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση παχών. Η ακίδα Α (βλ. εικόνα) είναι σταθερή· στον κοχλιωτό θάλαμο Θ στρέφεται ο κοχλίας Κ, ο οποίος καταλήγει στην κυλινδρική ακίδα Β και εξωτερικά στην πυξίδα Π. Επί του Θ είναι χαραγμένη η… …   Dictionary of Greek

  • ACIDALIA — Veneris epitheton, vel quia inicit curas, quas Graeci (inquit Servius) ἀκίδας vocant, vel certe a fonte Acidalio, qui est in Orchomeno Boeotiae civitate, in quo se Gratiae lavant, quae Veneri sunt sacratae. Ipsius enim et Liberi filiae sunt. Virg …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εκκοπή — η (AM ἐκκοπή) εκβολή, αποκοπή αρχ. μσν. φρ. «ἐκκοπὴ πάθους» κόψιμο ή εγκατάλειψη πάθους, κακής συνήθειας κ.λπ. μσν. σφαγή αρχ. 1. (για δέντρο) κόψιμο από τη ρίζα 2. αποκοπή πλευρών 3. ακρωτηριασμός, κολόβωμα 4. απόξεση 5. αφαίρεση ακίδας βέλους… …   Dictionary of Greek

  • εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται …   Dictionary of Greek

  • λαιμοδακής — λαιμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει τον λαιμό, αυτός που αγκιστρώνεται στον φάρυγγα («ἀγκίστρων λαιμοδακεῑς ἀκίδας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δακής (< δάκος, τὸ «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. θυμο δακής, σαρκο δακής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»