-
1 Ακτινογραφια
ἥ «Актинография», «Сочинение о световых лучах» ( название произведения Демокрита) Diog.L. -
2 ακτινογραφία
[актинографиа] ουσ. Θ. снимок рентгенаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακτινογραφία
-
3 ακτινογραφία
[актинографиа] ουσ θ снимок рентгена. -
4 ακτινογράφηση
[-ις (-εως)], ακτινογράφια η1) рентгенография; 2) см. ακτινογράφημα
См. также в других словарях:
ακτινογραφία — Ακτινοδιαγνωστικό μέσο, όπου απεικονίζονται σε φωτογραφικό φιλμ τα διάφορα όργανα του σώματος. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * ή (Α ἀκτινογραφία) νεοελλ. 1. αποτύπωση φωτογραφικών εικόνων με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ (Ραίντγκεν), ακτινογράφηση 2. η… … Dictionary of Greek
ακτινογραφία — η η φωτογράφηση με ακτίνες Χ οργάνων ή μελών του σώματος: Έκαμα ακτινογραφία του στομαχιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγειοκαρδιογραφία — Ακτινογραφία των κοιλοτήτων της καρδιάς και των αγγείων που ξεκινούν από αυτήν ή καταλήγουν σε αυτήν. Ο γιατρός περνά έναν καθετήρα από μια φλέβα του χεριού προκειμένου για τις δεξιές κοιλότητες ή από την αορτή προκειμένου για τις αριστερές. Με… … Dictionary of Greek
ἀκτινογραφίη — ἀκτινογραφία treatise on radiation fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτινογραφώ — ( έω) 1. ενεργ. εκτελώ ακτινογραφία, υποβάλλω κάποιον σε ακτινογράφηση 2. παθ. υποβάλλομαι σε ακτινογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινογραφία πρβλ. γαλλ. radiographier < radiographie, «ακτινογραφία». ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινογράφημα, ακτινογράφηση] … Dictionary of Greek
ακτινογραφικός — ή, ό [ακτινογραφία] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε ακτινογραφία … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κοιλιογραφία — η 1. ακτινογραφία τών κοιλιών τού εγκεφάλου μετά από ένεση, αφού γίνει ανάτρηση τού κρανίου και παρακέντηση, σκιαγραφικής ουσίας 2. ακτινογραφία τών κοιλιών τής καρδιάς μετά από ένεση σκιαγραφικής ουσίας με καθετηριασμό τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
τηλεακτινογραφία — η, Ν ιατρ. ακτινογραφία κατά την οποία η απομάκρυνση τής πηγής τών ακτίνων από το προς ακτινογράφηση αντικείμενο επιτρέπει τη λήψη εικόνας σε πραγματικό μέγεθος, μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται συνήθως για τον προσδιορισμό τών πραγματικών… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek