-
1 Ακοίταν
-
2 Ἀκοίταν
-
3 ακοίταν
-
4 ἀκοίταν
-
5 ἀκοίτας
1 husband ( Ἱππολύτα) ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν i. e. Akastos N. 5.28 Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156. -
6 βούλευμα
1 purpose, plan —ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. ] σσέ νιν ὑπάτοισιν βουλεύοντι: μασι sc. of Zeus Δ. 4. 36. -
7 Μάγνης
1 of Magnesia in Thessaly. Μάγνητι Κενταύρῳ i. e. Cheiron, whose cave was on Mt. Pelion P. 3.45 m. pl. pro subs.,ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος P. 4.80
ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν i. e. Akastos, king of Iolkos. N. 5.27 -
8 ξυνάων
ξυνᾱων, ξυνᾱν1 companion ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν (“ δόλου intellege ξυνᾶνα πείσαισα iungens” Schr., persuading him to be her accomplice sc. in the murder of Peleus: contra, βίου ξυνᾶνα, Eustath.) N. 5.27 pro adj., met., companion of, affected with,ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες P. 3.48
-
9 ξυνᾶν
ξυνᾱων, ξυνᾱν1 companion ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν (“ δόλου intellege ξυνᾶνα πείσαισα iungens” Schr., persuading him to be her accomplice sc. in the murder of Peleus: contra, βίου ξυνᾶνα, Eustath.) N. 5.27 pro adj., met., companion of, affected with,ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες P. 3.48
-
10 πεδάω
a restrain “ πέδασον ἔχγος Οἰνομάου χάλκεον” O. 1.76b hold fast, met., bring downΝεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα Πάριος ἐκ βελέων δαιχθείς P. 6.32
ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε, ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν N. 5.26
παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις (sc. Ἀπόλλων) Πα... Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος (Schneiwin: παῖδα θέντοι cod.: νούσῳ ὅτι cod., ὅτι del. Hermann) Θρ. 3. 1. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας, τετράτῳ δ αὐτὸς πεδάθη fr. 135 (v. πεδάρσιον.] -
11 πείθω
πείθω ( πειθέμεν: aor. 1, ἔπεισε; πείσαις, -αις(α): aor. 2, πᾰθον; πᾰθών coni.: πᾰθεῖν: pf. πέποιθα, -ασιν: ep. aor. redupl. πεπᾰθών: med. πείθονται; πειθόμενος; πείθεσθαι: fut. πείσομαι: aor. 2, πίθετο; πίθεο; πιθόμενοι; πιθέσθαι. cf. πιθέω, ἀπιθέω.)1 act.a persuade, win overΖηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε O. 2.80
δᾶμον Ψπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16
κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών (Er. Schmid: πεπιθών codd.: v. l. γνώμᾳ: sc. Ἀπόλλων) P. 3.28ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
c. inf.,ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν P. 3.65
c. pr. adj., ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποι-κίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37b pf., & ep. aor. redupl.I c. inf., be persuadedπέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103
II trust in. rely upon c. dat.πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος P. 10.64
καὶ προξενίᾳ πέποιθ N. 7.65
οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν (v. l. ὁ δ' πέποιθεν) fr. 219. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ 1. 4. 72.c persuade someone of something, c. dupl. acc.,καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺ[ς] δυνατόν Pae. 6.52
2 med., obey c. dat.ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79
πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.3
θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (byz.: πειθόμενοι codd.) P. 4.200ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες N. 8.10
ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος κατέβαν Pae. 6.12
ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 59 (33) add. inf., Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων sing, I bid you P. 1.59 frag., τί πείσομα[ι ( πείθομαι Π: ?fut., πάσχω) Πα. 7B. 42. -
12 ποικίλος
a lit.I spotted, dappledποικίλον ἴυγγα P. 4.214
“ δράκοντα ποικίλον” P. 8.46 νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (Hartung: ποικίλων codd.) I. 4.18 add. dat.,καὶ ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.46
II embroideredμελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
ποι]κίλ[ων ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (supp. Lobel) fr. 169. 36.b met.I ever changing, craftyψεύδεσι ποικίλοις O. 1.29
πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
II varied, many facetedποικίλον ὕμνον O. 6.87
ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42
ὑφαίνω δ' Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον ἄνδημα (i. e. ὕμνον) fr. 179. εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 2. n. s. acc. pro adv., in varied tones,ποικίλον κιθαρίζων N. 4.14
frag. ]ειμοι τοτε ποικίλον Pae. 22.2
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий