-
1 Ακαδημία
Ἀκαδημίᾱ, Ἀκαδήμειαthe Platonic school of philosophy: fem nom /voc /acc dualἈκαδημίᾱ, Ἀκαδήμειαthe Platonic school of philosophy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἀκαδημίᾱͅ, Ἀκαδήμειαthe Platonic school of philosophy: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Ακαδημια...
Ἀκαδημία...Ἀκαδήμεια, Ἀκᾰδημία(ᾰκ) ἥ Академия1) сад Академа близ Афин, на берегу Кефиса, где учил Платон Arph., Xen., Plat.οἱ ἐκ или ἀπὸ τῆς Ἀκαδημίας Plut., Sext. и οἱ ἐν Ἀκαδημία Plut. — академики, философы платоновской школы;
ἀρχαία, тж. μέση, νέα Ἀ. Plut., Diog.L. — старая, тж. средняя, новая Академия -
3 Ακαδημία
Ακαδημία ηАкадемия -
4 ακαδημία
η академия;Ακαδημία Αθηνών Афинская Академия; Ακαδημία καλών τεχνών академия художеств;ακαδημία επιστημών — Академия наук;
ακαδημία πολέμου — военная академия;
ακαδημία χορού — школа танцев;
παιδαγωγική ακαδημία — педагогическое училище
-
5 Ἀκαδημία
Βλ. λ. Ακαδημία -
6 Ἀκαδημίᾳ
Βλ. λ. Ακαδημία -
7 ακαδημία
[акадимиа] ουσ θ академия. -
8 ακαδημία
1) académie2) actualité -
9 ακαδημία
akademia (f) rzecz. -
10 ακαδημία
akademie -
11 ακαδημία
academyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακαδημία
-
12 νεκρ-ακαδημία
νεκρ-ακαδημία, ἡ, Todtenakademie, Luc. V. H. 2, 23.
-
13 Αθωνιάδα Ακαδημία
Αθωνιάς κ. Αθωνιάδα Ακαδημία ηАфоньяда – Афонская академия, основанная в 1753 году. Одним из ее выпускников был святой Косьма ЭтолийскийΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Αθωνιάδα Ακαδημία
-
14 Ἀκαδήμεια
(= Ακαδημία) сад и гимназия близ Афин -
15 Ακαδημεια
-
16 Ακαδημίας
Ἀκαδημίᾱς, Ἀκαδήμειαthe Platonic school of philosophy: fem acc plἈκαδημίᾱς, Ἀκαδήμειαthe Platonic school of philosophy: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 Ἀκαδημίας
Ἀκαδημίᾱς, Ἀκαδήμειαthe Platonic school of philosophy: fem acc plἈκαδημίᾱς, Ἀκαδήμειαthe Platonic school of philosophy: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 εισποιεω
староатт. ἐσποιέω1) вводить, включать(χορηγοὺς εἰς τὰς λειτουργίας и τινα εἰς τὸν οἶκον Dem.; τὸ ἐγκώμιον εἰς τέν ἱστορίαν Luc.)
εἰ. ἑαυτὸν τῇ Ἀκαδημίᾳ Plut. — выдавать себя за последователя Академии;εἰσποιῆσαι ἑαυτὸν εἰς τέν δύναμίν τινος Plut. — унаследовать чью-л. власть2) тж. med. (тж. υἱὸν εἰ. Plat., Dem.) усыновлятьἑαυτὸν εἰ. τινι Plut. — объявить себя чьим-л. сыном;
εἰσποιηθῆναι πρός τινα Dem. — быть усыновленным кем-л.;εἰσποιηθῆναι ἐπὴ τὸ ὄνομά τινος Dem. — принять (в порядке усыновления) чьё-л. имя;εἰσποιητός Isae., Dem. — усыновленный, приемный сын -
19 Εκαδημια
-
20 ευκλεης
эп. ἐϋκλεής 2покрытый великой славой, славный(βασιλῆες Hom.; ἔργα Pind.; θρόνος Soph.; βίος Eur.; θάνατος Aesch.; Ἀκαδημία Plut.)
δόξα εὐ. Plat. — великая слава
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀκαδημία — Ἀκαδημίᾱ , Ἀκαδήμεια the Platonic school of philosophy fem nom/voc/acc dual Ἀκαδημίᾱ , Ἀκαδήμεια the Platonic school of philosophy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαδημίᾳ — Ἀκαδημίᾱͅ , Ἀκαδήμεια the Platonic school of philosophy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ακαδημία — η (Α Ἀκαδημία) νεοελλ. 1. ανώτατο πνευματικό ίδρυμα που αποβλέπει στην προαγωγή τής επιστήμης και τής τέχνης 2. το κτήριο όπου στεγάζεται η Ακαδημία 3. ανώτερη σχολή θεωρητικών ή πρακτικών σπουδών «Παιδαγωγική Ακαδημία» αρχ. η Ακαδήμεια. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Ακαδημία — η επίσημο ίδρυμα με σκοπό την προαγωγή των Επιστήμων, των Γραμμάτων και των Τεχνών: Γαλλική Ακαδημία, Ακαδημία Αθηνών, Ακαδημία της Βιέννης κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ακαδημία Αθηνών — Το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Ιδρύθηκε το 1926 και στεγάστηκε στο νεοκλασικό κτίριο, που ήδη από τον 19ο αι. είχε ανεγερθεί για τον σκοπό αυτό με δαπάνες του εθνικού ευεργέτη Σίμωνα Σίνα. Σκοπός της Α.Α. είναι, κατά τον ιδρυτικό νόμο,… … Dictionary of Greek
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek
Κρούσκα, Ακαδημία της- — Ιταλική φιλολογική εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε στη Φλωρεντία το 1582. Η ονομασία της προέρχεται από τη λέξη crusca, που στα ιταλικά σημαίνει πίτουρο και δόθηκε από τους πρώτους ιδρυτές της χάριν μετριοφροσύνης. Κύριος σκοπός της ήταν η κριτική… … Dictionary of Greek
Πειράματος, Ακαδημία του– — (Accademia del Cimento). Επιστημονικό σωματείο που ιδρύθηκε στη Φλωρεντία το 1657 από τους οπαδούς των θεωριών του Γαλιλαίου και με την υποστήριξη του Λεοπόλδου και του Φερδινάνδου B’ των Μεδίκων. Έδρα της ήταν μια αίθουσα του παλάτσο Πίτι και οι … Dictionary of Greek
Σλαβοελληνολατινική Ακαδημία — Το πρώτο χρονολογικά ανώτατο δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Μόσχας. Ιδρύθηκε το 1687 με την αρχική ονομασία Ελληνογραικική Ακαδημία με πυρήνα τη σχολή του μοναστηριού Μπογκογιαβλένσκι. Η πρωτοβουλία της ίδρυσής του ανήκει στο Συμεών Πόλοτσκι. To … Dictionary of Greek
Ιόνιος Ακαδημία — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κέρκυρας, που ιδρύθηκε το 1824 με πρωτοβουλία της Ιόνιας Πολιτείας και με γενναιόδωρη χορηγία του Άγγλου φιλέλληνα κόμη Φρέντερικ Γκίλφορντ. Ήταν το πρώτο του είδους αυτού στην ιστορία της νεοελληνικής παιδείας.… … Dictionary of Greek
Λυγκέων, Ακαδημία των- — (Accademia dei Lincei). Η παλαιότερη και σημαντικότερη ιταλική Ακαδημία. Εδρεύει στη Ρώμη και διαιρείται σε δύο τμήματα: α) των φυσικών, μαθηματικών και φυσιογνωστικών επιστημών και β) των ηθικών, ιστορικών, κριτικών και φιλολογικών επιστημών. Η… … Dictionary of Greek