-
1 Ἀκαδήμεια
A s.v. Ἑκαδήμεια, Ath.10.419d), freq. written [suff] αἰωρ-ία, ἡ, Academy, a gymnasium in the suburbs of Athens, named from the hero Academus,ἐν δρόμοισιν Ἀκαδήμου θεοῦ Eup.32
, cf. Pl.Ly. 203a, etc., where Plato taught: hence, the Platonic school of philosophy,Ἀκ. παλαιά, μέση, νεωτέρα Phld.Acad.Ind.p.77
M.: prov., [full] Ἀκαδημίηθεν ἥκεις, of a philosopher, Apostol.2.1:—hence Adj. [full] Ἀκαδημεικός, ή, όν, Academic, of the school of Plato, Phld. Acad.Ind.p.18 M.: also [full] Ἀκαδημαϊκός, Plu.2.1077c, Ath.11.509a, Luc.Pisc.43, Timo 35 codd., etc.; [full] Ἀκαδημιακός, D.L.4.67, etc.; [full] Ἀκαδημικός, Cic.Att.13.12.3 and 16.1; [full] Ἀκαδήμιος, Philostr. V A 7.2 s.v.l.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀκαδήμεια
См. также в других словарях:
ακαδημεικός — και ικός, ή, όν (Α ἀκαδημεικός) [Ἀκαδήμεια] 1. ο σχετικός με την Ακαδήμεια, τη φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Πλάτων 2. ο εκπρόσωπος αυτής της σχολής (βλ. και λήμματα Ακαδήμεια και Ακαδήμεια και Ακαδημεικοί) … Dictionary of Greek
Ακαδήμεια — Ἀκαδήμεια και ία, η (Α) 1. ιερό άλσος στα περίχωρα τής Αρχαίας Αθήνας, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν τού ήρωα Ακάδημου 2. η φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Πλάτων στον χώρο αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀκάδημος*. ΠΑΡ. ακαδημεικός, ακαδημιακός, ακαδημικός… … Dictionary of Greek
ακαδημαϊκός — ή, ό (Α ἀκαδημαϊκός, ὸν και Ἀκαδημεικός, Ἀκαδημικός, Ἀκαδήμιος) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία* φρ. «ακαδημαϊκή σύγκλητος», «ακαδ. αρχές» 2. ως ουσ. εταίρος, μέλος τής Ακαδημίας (λέγεται και αθάνατος) 3. αυτός που ανήκει ή … Dictionary of Greek