-
1 Αδώνιδος
-
2 Ἀδώνιδος
-
3 Ἄδωνις
Aὦ τὸν Ἄδωνιν Sapph.63
;Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄ. κλάομεν Pherecr.170
; ὥδωνις, i.e. ὁ Ἄ., Theoc.3.47:—hence, generally, favourite, darling,δεῖ Ἀδώνιδας αὐτοὺς ἀκούειν Luc.Merc.Cond.35
, cf. Alciphr.1.39, AP5.112 (Marc.Arg.).2 Ἀδώνιδος κῆποι cuttings planted in pots for the Adonia, Pl.Phdr. 276b, Thphr.HP6.7.3, cf. Theoc.15.113: prov., of any short-lived pleasure, Sch.Pl.l.c.3 αὐλὴ Ἀδώνιδος, at Rome, garden on the Palatine, Philostr.VA7.32.II kind of flying-fish, = ἐξώκοιτος, Clearch.73, Opp.H. 1.157, etc. -
4 κῆπος
A garden, orchard, or plantation, Od.7.129, 24.247, 338;πολυδένδρεος 4.737
; of any rich, highly cultivated region, as Ἀφροδίτας κᾶπος, i.e. Cyrene, Pi. P.5.24; Διὸς κ., i.e. Libya, ib.9.53 (but Διὸς κῆποι, also of heaven, S. Fr. 320 (lyr.); Φοίβου παλαιὸς κ., of the eastern sky, ib. 956, cf.Pl.Smp. 203b; cf.Ὠκεανοῦ κ. Ar.Nu. 271
);κ. Εὐβοίας S.Fr.24
; οἱ Μίδεω κῆποι, in Macedonia, Hdt.8.138; of the country round Panormus, Call. Hist.2; the enclosure for the Olympic games, Pi.O.3.24; οἱ ἀπὸ τῶν κ. the scholars of Epicurus, because he taught in a garden, S.E.M. 9.64, cf. D.L.10.10; οἱ Ἀδώνιδος κ., v. Ἀδωνις; οἱ Ταντάλου κ., prov. of illusory pleasures, Philostr.VS1.20.1: metaph., Χαρίτων νέμομαι κᾶπον, i.e. poetic art, Pi.O.9.27; ;τοὺς ἐν τοῖς γράμμασι κ. σπείρειν Id.Phdr. 276d
.IV v.l. for κῆβος (q.v.). -
5 ἀρόω
Aἀρώμεναι Hes.Op.22
: [tense] fut.ἀρόσω AP9.740
(Gem.), - ώσω or - όσσω ib.7.175 (Antiphil.): [tense] aor. , Pi.N.10.26, S.OT 1497, etc. (), [dialect] Ep. inf.ἀρόσσαι A.R.3.497
:—[voice] Pass., [tense] pres.ἀροῦται Din.1.24
: [tense] aor. , S.OT 1485: [dialect] Ion. [tense] pf. part.ἀρηρομένος Il.18.548
, Hdt.4.97:—plough, till,οὔτε φυτεύουσιν.. οὔτ' ἀρόωσιν Od.9.108
: metaph. of poets, Μοίσαισιν ἔδωκ' ἀρόσαι gave them work to do (cf. ἀρότης), Pi.N.10.26;πόντος.. ἠρόθη δορί A.
l. c.II sow,ἀροῦν εἰς Ἀδώνιδος κήπους Pl. Phdr. 276b
:—metaph. in [voice] Pass.,ἐν Διὸς κήποις ἀροῦσθαι.. ὄλβους S.Fr. 320
.2 metaph. of the man,ἀλλοτρίην ἄρουραν ἀροῦν Thgn.582
;τὴν τεκοῦσαν ἤροσεν S.OT 1497
; of the mother, IG7.581.1 ([place name] Tanagra): —[voice] Pass., of the child, was begotten,S.
OT 1485. (Root ἀρο-, cf. Lat. arāre, Goth. arjan, Lith. árti, etc., 'plough'.)
См. также в других словарях:
Ἀδώνιδος — Ἄδωνις favourite masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АДОНИС — • Adonis, Άδωνις, ιδος, Άδων, сын Фойника и Алфесибойи, дочери Агенора, или сын Кинира, царя пафского на Кипре, и Мефармы, или ассирийского царя Фейанта (Θείας) и дочери его Мирры (или Смирны), превращенной в мирровое дерево,… … Реальный словарь классических древностей
ФЕОКРИТ — • Theocrĭtus, Θεόκριτος, буколический поэт, родом из Сиракуз, жил ок. 252 г. до Р. X. Обстоятельства его жизни малоизвестны; проживал то в Александрии, где за свою ученость и образованность пользовался покровительством Птолемея… … Реальный словарь классических древностей
Άδωνις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος με παροιμιώδη ομορφιά, που μπήκε στη μυθολογία, την ποίηση και τη θρησκεία των αρχαίων από την Εγγύς Ανατολή, ίσως από την Κύπρο όπου κυρίως τοποθετούνται οι περιπέτειές του. Στον κόσμο των Σημιτών o μύθος και η λατρεία … Dictionary of Greek
αδώνιος — α, ο (Α ἀδώνιος, ον) [Ἄδωνις] ο σχετικός με τον Άδωνι αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδώνιον ομοίωμα τού Αδώνιδος που περιέφεραν κατά τα Αδώνια* … Dictionary of Greek
ανεμώνη — (anemone). Ονομασία πολυάριθμων λουλουδιών και φυτών, από τα οποία άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος α. ανήκει στην οικογένεια των ρανουγκουλιδών και περιλαμβάνει ριζωματώδεις πόες με πρώιμη ανοιξιάτικη… … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
Βίων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. ο Μιλήσιος (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Γλύπτης, γιος τουΔιόδωρου. Μετά την καταστροφή της Μιλήτου (495 494) από τους Πέρσες, εργάστηκε για τους Δεινομενίδες στις Συρακούσες. Στους Δελφούς βρέθηκε μια βάση με … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ξενοφών — I (Αθήνα 430; – 354; π.Χ.). Πολυγράφος, ιστορικός και φιλόσοφος. Την εποχή των Τριάκοντα Τυράννων φέρεται ότι πολέμησε εναντίον των δημοκρατικών του Θρασύβουλου, έπειτα από τη νίκη των οποίων, αν και αμνηστεύτηκε, έφυγε από την Αθήνα. Πρώτα έλαβε … Dictionary of Greek