1 Αγέλαστοι
Morphologia Graeca > Αγέλαστοι
2 Ἀγέλαστοι
Morphologia Graeca > Ἀγέλαστοι
3 αγέλαστοι
Morphologia Graeca > αγέλαστοι
4 ἀγέλαστοι
Morphologia Graeca > ἀγέλαστοι
Ἀγέλαστοι — Ἀγέλαστος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέλαστοι — ἀγέλαστος not laughing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)