-
1 Αγησίας
Ἀγησίᾱς, Ἀγησίαςmasc acc plἈγησίᾱς, Ἀγησίαςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)——————Ἁγησίᾱς, Ἁγησίηςmasc acc plἉγησίᾱς, Ἁγησίηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
2 Ἇγησίας
Ἇγησίας (aspiravit Schr.) son of Sostratos, of the clan Iamidai, with homes in Syracuse and Stymphalos, Olympic victor 468 B. C.1Ἁγησία, τὶν δ' αἶνος ἑτοῖμος O. 6.12
Ἁγησία O. 6.77
σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98
-
3 Ἀγησίας
Βλ. λ. Αγησίας -
4 Ἁγησίας
Βλ. λ. Αγησίας -
5 Αγησία
Ἀγησίᾱ, Ἀγησίαςmasc nom /voc /acc dualἈγησίᾱ, Ἀγησίαςmasc voc sg (attic)Ἀγησίᾱ, Ἀγησίαςmasc gen sg (doric aeolic)——————Ἀγησίᾱͅ, Ἀγησίαςmasc dat sg (attic doric aeolic)——————Ἁγησίᾱ, Ἁγησίηςmasc nom /voc /acc dualἉγησίᾱ, Ἁγησίηςmasc voc sg (attic)Ἁγησίᾱ, Ἁγησίηςmasc gen sg (doric aeolic) -
6 Αγησίαις
-
7 Ἀγησίαις
-
8 Αγησίαν
-
9 Ἀγησίαν
-
10 Αγησίου
-
11 συνοικιστήρ
1 co-founder εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ, συνοικιστήρ τε τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (sc. Ἁγησίας: ὅτι οἱ πρόγονοι αὐτοῦ σὺν Ἀρχίᾳ παρεγένοντο ἐν Συρακούσαις οἱ Ἰαμίδαι. Σ: contra Wil., 307) O. 6.6
См. также в других словарях:
Ἀγησίας — Ἀγησίᾱς , Ἀγησίας masc acc pl Ἀγησίᾱς , Ἀγησίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγησίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πελοποννήσιος πρέσβης (2ος αι. π.Χ.). Αρχηγός της τετραμελούς αντιπροσωπείας της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που στάλθηκε στους δέκα εκπροσώπους της Ρώμης, για να τους συγχαρεί ύστερα από τη νίκη στην Πύδνα το 168 π.Χ., που … Dictionary of Greek
Ἁγησίας — Ἁγησίᾱς , Ἁγησίης masc acc pl Ἁγησίᾱς , Ἁγησίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγησίαις — Ἀγησίας masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγησίου — Ἀγησίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγησία — Ἀγησίᾱ , Ἀγησίας masc nom/voc/acc dual Ἀγησίᾱ , Ἀγησίας masc voc sg (attic) Ἀγησίᾱ , Ἀγησίας masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγησίαν — Ἀγησίᾱν , Ἀγησίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγησίᾳ — Ἀγησίᾱͅ , Ἀγησίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)