-
1 Αγελάδα
Ἀγελάδᾱ, Ἀγελάδηςmasc nom /voc /acc dual (doric)Ἀγελάδᾱ, Ἀγελάδηςmasc gen sg (doric aeolic) -
2 Ἀγελάδα
Ἀγελάδᾱ, Ἀγελάδηςmasc nom /voc /acc dual (doric)Ἀγελάδᾱ, Ἀγελάδηςmasc gen sg (doric aeolic) -
3 αγελάδα
η корова -
4 αγελάδα
ηKuh f -
5 αγελάδα
[агелада] ουσ. θ. корова.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγελάδα
-
6 αγελάδα
[агелада] ουσ θ корова. -
7 αγελάδα
краваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αγελάδα
-
8 αγελάδα
vache -
9 αγελάδα
krowa (f) rzecz. -
10 αγελάδα
kráva -
11 αγελάδα
cowΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγελάδα
-
12 kráva
αγελάδα -
13 cow
αγελάδα -
14 krowa
αγελάδα -
15 корова
-
16 корова
коров||аж ἡ ἀγελάδα [-άς]:дойная \корова ἀγελάδα πόύ τήν ἀρμέγουν ◊ мне это идет как \коровае седло погов. αὐτό μοῦ πάει ὀπως τό σαμάρι τής ἀγελάδας. -
17 корова
зоол. η αγελάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корова
-
18 заводить
заводитьнесов1. (куда-л.) φέρνω. ὀδηγῶ·2. (приобретать) ἀποκτῶ, παίρ-νω, προμηθεύομαι/ ἀγοράζω (покупать); \заводить корову παίρνω (или ἀποκτῶ) ἀγελάδα·3. (вводить, устанавливать) καθιερώνω, ἐφαρμόζω, είσάγω:\заводить новые порядки ἐφαρμόζω νέα τάξη· \заводить моду καθιερώνω τή μόδα·4. (механизм):\заводить часы κουρδίζω τό ρολόγι· \заводить мотор βάζω μπρος τή μηχανἤ ◊ \заводить разговор πιάνω κουβέντα, ἀνοίγω συζήτηση· \заводить знакомство πιάνω γνωριμία· \заводить спор κάνω (или στήνω) καυγἄ· \заводить в тупик ὀδηγῶ σέ ἀδιέξοδο. -
19 молочный
моло́чн||ыйприл γαλακτερός, γαλακτικός /γαλακτοειδής (похожий на молоко):\молочныйые продукты τά γαλα(κ)τερά· \молочный магазин τό γαλατάδικο, τό γαλακτοπωλεῖο[ν]· \молочныйая ферма τό γαλακτοπαραγωγικό ἀγρόκτημα· \молочныйое хозяйство τό γαλακτοκο-(εῖο· \молочныйая корова ἡ γαλατερή (или γα-ἱακτοφόρος) ἀγελάδα· \молочный поросенок γουρουνόπουλο τοῦ γάλακτος· \молочныйая диета ἡ ΐαλακτοδίαιτα, ἡ γαλακτοτροφία· \молочный кисель τό κισέλι μέ γάλα· \молочныйого цве́та. γαλακτόχρους· \молочныйые железы анат. οἱ γαλακτογόνοι ἀδένες· ◊ \молочныйая кислота хим. τό γαλακτικό ὀξύ· \молочныйые зу́бы τά πρῶτα δόντια τοῦ βρέφους· \молочный брат ὁ ὁμογάλακτος ἀδελφός· обещать \молочныйые реки и кисельные берега́ ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια. -
20 реветь
реветьнесов1. μουγγρίζω/ οὐρλιάζω (о волке, собаке и т. п.) I βρυχώμαι (о льве)/ γκαρίζω (об осле, муле)/ βουίζω (о машинах и т. п.):корова ревет ἡ ἀγελάδα μουγγρίζει· моторы ревут τά μοτέρ βουίζουν волны ревели τά κύματα μούγγριζαν2. (громко плакать) разг σκούζω, κλαίω γοερά.
См. также в других словарях:
Ἀγελάδα — Ἀγελάδᾱ , Ἀγελάδης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἀγελάδᾱ , Ἀγελάδης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… … Dictionary of Greek
Ἀγελάδαν — Ἀγελάδᾱν , Ἀγελάδης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ … Dictionary of Greek
αγελαδάρα — η μεγάλη ή ευτραφής αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + μεγεθ. κατάληξη άρα] … Dictionary of Greek
αγελαδήσιος — και γελαδήσιος ια, ιο [αγελάδα] ο σχετικός με την αγελάδα ή αυτός που προέρχεται από αυτήν, αγελαδινός … Dictionary of Greek
αγελαδίτσα — και γελαδίτσα, η [αγελάδα] μικρή αγελάδα, αγελαδάκι … Dictionary of Greek
αγελαδούλα — και γελαδούλα, η [αγελάδα] μικρή αγελάδα, αγελαδίτσα … Dictionary of Greek
αγελιά — η αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγελαιὰ < αρχ. επίθ. ἀγελαῖος. Από το «ἀγελαία βοῦς» (= αγελάδα που ανήκει στην αγέλη) αποχωρίστηκε το ἀγελαία και έγινε ουσιαστικό κατά παράλειψη τού βοῦς. ΠΑΡ. αγελίδι] … Dictionary of Greek
γελάδι — το 1. μικρή αγελάδα, μοσχάρι 2. αγελάδα, βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αγελάδι] … Dictionary of Greek