-
1 Αγαμέμνων
-
2 Ἀγαμέμνων
-
3 Ἀγαμέμνων
A Agamemnon, Hom., etc.: Ἀγαμέμνονος δαίς, of a fatal feast, Eust.1507.60:—also epith. of Zeus at Sparta, Staphylus Hist.10, Eust.168.10.—Adj. [full] Ἀγαμεμνόνεος, έα, εον, Hom., also [suff] ἀγαμεμνόνειος, εία, ειον, and [suff] ἀγαμεμνόνιος, ία, ιον, Pi., A.: Patron.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀγαμέμνων
-
4 Ἀγαμέμνων
Ἀγαμέμνων: Agamemnon, son of Atreus and grandson of Tantalus; his wife, Clytaemnestra, Il. 1.113 f.; his children, Orestes, Chrysothemis, Laodice, and Iphianassa, cf. Il. 2.104, Il. 9.287. King of Mycēnae, likewise ruler over ‘many islands and all Argos,’ Il. 2.108. His wealth in ships, Il. 2.576, 610-614. Epithets, δῖος, κρείων, εὐρυκρείων, ἄναξ ἄνδρῶν, ποιμὴν λᾶῶν. His stature, Il. 3.166, 178, Il. 2. 477-483; ἀριστείᾶ, ‘exploits,’ Il. 11.91-661; honor accorded to him, Il. 23.887; sceptre, Il. 2.104; his return from Troy, Od. 3.143 ff., 156, 193 ff., 234 f.; his death at the hands of Aegisthus and Clytaemnestra, his wife, Od. 3.248 ff., Od. 4.91, 512-537, 584, l 387-463, Od. 24.20-97.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀγαμέμνων
-
5 Άγαμέμνων
Grammatical information: PNMeaning: The Greek commander before Troy (Il.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Prellwitz BB 17, 171f. assumed *Αγα-μέδ-μων `mächtig waltend'; s. Stolz, Innsbrucker Festgruß 13ff. The development - δμ- \> - νμ- \> - μν- is known (Lejeune, Phonét. 77 n. 5. Kretschmer Glotta 3, 330f. connected the second part with μένος und μένειν, explaining - σμ- as a kind of vulgar assimilation. S. also Fiesel Namen 65ff. However, the development to - σμ- is phonetically less easy. On the problem Schwyzer 208. But a variation dental\/σ is known from PreGreek, as in τεῦτλον\/ σεῦτλον; cf. Μέδμα\/ Μέσμα, a town of the Locrians in Bruttium; cf. Furnée 263 ἀσμωλεὶν\/ ἀδμωλή Κάδμος\/ Κάσμος We might assume an affricate as the origin (*- medm-\/- mesm- \< *- mecm-). Thus Agamemnon, like Achilles, would be a Pre-Greek name.Page in Frisk: 1,6Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Άγαμέμνων
-
6 Αγαμέμνον'
Ἀγαμέμνονα, ἈγαμέμνωνAgamemnon: masc acc sgἈγαμέμνονι, ἈγαμέμνωνAgamemnon: masc dat sgἈγαμέμνονε, ἈγαμέμνωνAgamemnon: masc nom /voc /acc dual -
7 Ἀγαμέμνον'
Ἀγαμέμνονα, ἈγαμέμνωνAgamemnon: masc acc sgἈγαμέμνονι, ἈγαμέμνωνAgamemnon: masc dat sgἈγαμέμνονε, ἈγαμέμνωνAgamemnon: masc nom /voc /acc dual -
8 Αγαμέμνονα
-
9 Ἀγαμέμνονα
-
10 Αγαμέμνονας
-
11 Ἀγαμέμνονας
-
12 Αγαμέμνονες
-
13 Ἀγαμέμνονες
-
14 Αγαμέμνονι
-
15 Ἀγαμέμνονι
-
16 Αγαμέμνονος
-
17 Ἀγαμέμνονος
-
18 Αγάμεμνον
-
19 Ἀγάμεμνον
-
20 καγαμέμνονος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀγαμέμνων — Agamemnon masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγαμέμνων — I Μυθικός βασιλιάς των Μυκηνών και αρχιστράτηγος των Ελλήνων στον πόλεμο εναντίον της Τροίας. Κατά τα Κύπρια Έπη,που αποτελούν μέρος του επικού κύκλου και αναφέρονται στα προ της Ιλιάδος περιστατικά, ο Α., για να εξευμενίσει τη θεά Αρτέμιδα, που… … Dictionary of Greek
Κουτσόγιωργας, Αγαμέμνων (Μένιος) — (Ροδινή Αχαΐας 1922 – Αθήνα 1991). Πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και συνελήφθη από τις ιταλικές αρχές κατοχής, οπότε φυλακίστηκε στα στρατόπεδα… … Dictionary of Greek
Μακρής, Αγαμέμνων — (Πάτρα 1913 – Αθήνα 1993). Γλύπτης. Αποφοίτησε το 1939 από τη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου είχε δασκάλους τον Κώστα Δημητριάδη και τον Μιχάλη Τόμπρο. Το 1945 πήγε στο Παρίσι και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη γλυπτική κοντά στον γλύπτη Μαρσέλ Ζιμόντ … Dictionary of Greek
Ἀγαμέμνονα — Ἀγαμέμνων Agamemnon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγαμέμνονας — Ἀγαμέμνων Agamemnon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγαμέμνονες — Ἀγαμέμνων Agamemnon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγαμέμνονι — Ἀγαμέμνων Agamemnon masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγαμέμνονος — Ἀγαμέμνων Agamemnon masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγάμεμνον — Ἀγαμέμνων Agamemnon masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek