-
1 Αβία
Ἀβίᾱ, Ἀβίηfem nom /voc /acc dualἈβίᾱ, Ἀβίηfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Ἀβίᾱͅ, Ἀβίηfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 άβια
-
3 ἄβια
-
4 Ἀβιά
Ἀβιά, ὁ indecl. (אֲבִיָּה) Abijah, B-D-F §3① Son of Rehoboam (1 Ch 3:10), an ancestor of Jesus Mt 1:7ab.② Founder of the class of priests to which Zacharias belonged (1 Ch 24:10; 2 Esdr 22:16f; the name Zacharias occurs in the latter pass.) Lk 1:5. S. ἐφημερία, Ζαχαρίας. -
5 Ἀβία
Βλ. λ. Αβία -
6 Ἀβίᾳ
Βλ. λ. Αβία -
7 Ἀβιά
7 Ἀβιά{собств., 3}1. Иудейский царь, сын Ровоама, в родословии Иисуса Христа (Мф. 1:7);2. глава чреды священников, к которой принадлежал Захария, отец Иоанна Крестителя (Лк. 1:5).См. евр. 29 (הָיּבִאֲ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἀβιά
-
8 Αβιά
7 Ἀβιά{собств., 3}1. Иудейский царь, сын Ровоама, в родословии Иисуса Христа (Мф. 1:7);2. глава чреды священников, к которой принадлежал Захария, отец Иоанна Крестителя (Лк. 1:5).См. евр. 29 (הָיּבִאֲ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Αβιά
-
9 Ἀβιὰ
АвияἈβιάΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἀβιὰ
-
10 Ἀβιά
АвиюАвии ἈβιὰΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἀβιά
-
11 Ἀβιά
Авия (1. Иудейский царь, сын Ровоама, в род. И. Х.; 2. глава чреды священников, к которому принадлежал Захария, отец Иоанна Крестителя); см. евр. (אֲבִיָּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἀβιά
-
12 Αβίας
-
13 Ἀβίας
-
14 Μικρασία
Μικρά Άβία η п-ов Малая Азия -
15 Αβίαν
-
16 Ἀβίαν
-
17 7
7 Ἀβιά{собств., 3}1. Иудейский царь, сын Ровоама, в родословии Иисуса Христа (Мф. 1:7);2. глава чреды священников, к которой принадлежал Захария, отец Иоанна Крестителя (Лк. 1:5).См. евр. 29 (הָיּבִאֲ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 7
-
18 ἐφημερία
ἐφημερία, ας, ἡ (s. ἡμέρα and next entry; SEG VII 29 [I B.C.]) a class of priests who performed daily (hence the name) duties for a fixed period in the temple at Jerusalem, division (LXX; cp. Jos., Ant. 12, 265). There were 24 such divisions, each one of which took care of the temple duties for one week (1 Ch 23:6; 28:13 al.). Schürer II 245–50; Billerb. II 55ff. The ἐ. Ἀβιά Lk 1:5 was the eighth division. ἐν τῇ τάξει τ. ἐφημερίας αὐτοῦ in the order of his division vs. 8.—DELG s.v. ἦμαρ. M-M. TW.
См. также в других словарях:
Ἀβία — Ἀβίᾱ , Ἀβίη fem nom/voc/acc dual Ἀβίᾱ , Ἀβίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀβίᾳ — Ἀβίᾱͅ , Ἀβίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αβία — I Αρχαία πόλη της ΝΑ Μεσσηνίας, στην παραλία, κοντά στα σύνορα με τη Λακωνία. Λέγεται ότι όταν οι Δωριείς αποκρούστηκαν στην Πελοπόννησο, η Α., η τροφός του Γληνού (γιου του Ηρακλή και της Δηιάνειρας) κατέφυγε εκεί και ίδρυσε ιερό προς τιμήν του… … Dictionary of Greek
ἄβια — ἄβιος not to be survived neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αβία ή Αβιάμ — Βιβλικό πρόσωπο. Βασιλιάς του Ιούδα (957 953 π.Χ.). Ήταν εγγονός του Σολομώντα και γιος του Ροβοάμ, τον οποίο και διαδέχτηκε. Συνέχισε τον πόλεμο που έκανε ο πατέρας του εναντίον του αδελφού του Ιεροβοάμ, βασιλιά του Ισραήλ, και τελικά βγήκε… … Dictionary of Greek
Ἀβίας — Ἀβίᾱς , Ἀβίη fem acc pl Ἀβίᾱς , Ἀβίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀβίαν — Ἀβίᾱν , Ἀβίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 … Wikipedia
αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… … Dictionary of Greek
Μαυριτανία — I Αρχαίο βασίλειο της Αφρικής. Βρισκόταν Δ της Νουμιδίας, και περιελάμβανε το βόρειο τμήμα του Μαρόκο και το δυτικό τμήμα της Αλγερίας. Την εποχή του Καίσαρα έγινε ρωμαϊκή επαρχία, και επί Αύγουστου (25 π.Χ.) προσαρτήθηκε στο βασίλειο της… … Dictionary of Greek
Avia, Messenia — Avia (Αβία) is a municipality in Messenia, Greece. Population 3,089 (2001). The seat of the municipality is in Kampos … Wikipedia