-
1 αἴγλη
αἴγλη, ἡ, (entst. aus ἈΓΑΛΊἈ syncop. ἈΓΛΊἈ, eigentl. fem. adject. von ἀγαλός = ἀγλαός, zu dem sich ἀγλαΐα ebenso verhält), Glanz, Il. 2, 458 ἀπὸ χαλκοῦ αἴγλη παμφανόωσα, vgl. 19, 362; ὥς τε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης δῶμα καϑ' ὑψερεφές Od. 4. 45. 7, 84; vom Olymp λευκὴ δ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη 6, 45; - Ὀλύμπου Soph. Ant. 606; Eur. Tr. 551 segt μέλαινα αἴγλη von der Nacht, u. so wollte Herm. Soph. Phil. 829 erkl., wogegen Buttm. natürlicher auch dort den Tagesglanz erkennt; und so sp. D.; Soph. αἱ αἶγλαι, Fackeln, O. R. 207. Bei Pind. Ruhm, ποδῶν Ol. 13, 39; διόςδοτος, Ruhm u. Glück, P. 8, 96. – Nach Said. auch ein Wurf mit Würfeln u. eine Art Kuchen.
См. также в других словарях:
αγαλιάζω — [αγάλια] (αμτβ.) ησυχάζω, ηρεμώ … Dictionary of Greek
έα — (I) ἔα (Α) επιφώνημα εκπλήξεως ή δυσαρέσκειας («ἔα, τίς οὗτος;», Ευρ.). (II) (προστ. τού αρχ. ρ. ἐάω) πρόσταγμα για ν αφήσουν οι ναύτες ελεύθερα τα ιστία στον άνεμο ή τα κουπιά στους σκαλμούς («ἔα ἡρέμα» αμόλα αγάλια [για τη βαθμιαία παρέαση]) … Dictionary of Greek
αγάλι — και αγάλια και αγαληνά και αγαλιανά επίρρ. 1. σιγά, ήρεμα (λέγεται συνήθως επαναληπτικά «αγάλι αγάλι», για επίταση τής σημασίας του) 2. βαθμιαία, λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Στ. Ξανθουδίδη: γαληνά (γαληνός) > αγαληνά > αγάληνα > αγάλην… … Dictionary of Greek
αγαλιανός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρακαμπιλίων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου… … Dictionary of Greek
αναγάλια — επίρρ. (συνήθως σε διπλή εκφορά) ήρεμα, αργά αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγάλια] … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
agale — AGÁLE adv. Fără grabă; domol. – Din ngr. agália. Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 Agale ≠ grăbit, iute, repede, grabnic, zorit Trimis de siveco, 13.10.2008. Sursa: Antonime AGÁLE adv. alene, binişor, domol, încet, încetinel,… … Dicționar Român
αγάλι — και αγάλια επίρρ. τροπ., σιγά σιγά, με τον καιρό: Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)