-
1 σέλας
(-αος) τό сияние, свет;βόρειο σέλας — северное сияние
-
2 γερας
1) почетный дар (о лучшей части добычи, преподносившейся предводителям до общего дележа) Hom., Plut.2) жертвенное подношение, жертва Hom.3) дар, подарок, награда Hom., Plat.4) преимущественное право, особая почесть(γερόντων Hom.; τὰ τῶν προγόνων и τῶν βασιλέων γέρεα Her.)
ἐπὴ ῥητοῖς γέρασι Thuc. — с точно определенными привилегиями;τὸ γ. θανόντων Hom. — последние почести умершим;θεῶν γέρα συλῶν Aesch. — отняв у богов права -
3 γηρας
I.II.1) старость(γ. οὐλόμενον Hes.; διὰ γ. ἀσθενής Plut.)
ἐπὴ γήραος οὐδῷ (gen. epexeg.) Hom., Hes.; — на пороге, которым является старость, т.е. на краю могилы;ἐπὴ γήρως Arph. и ἐν (τῷ) γήρᾳ Lys., Plat., Arst.; — в старости;οὔκ ἐστι γ. τοῦδε Aesch. — это никогда не ослабеет2) старческое состояние, увядание(φυτῶν, σώματος καὴ διανοίας Arst.)
3) сбрасываемая змеей кожа, линовище(οἱ ὄφεις ἐκδύνουσι τὸ γ. Arst.)
-
4 εμμεμαως
-
5 κνεφας
δύῃ τ΄ ἠέλιος καὴ ἐπὴ κ. ἱερὸν ἔλθῃ Hom. — (пока не) зайдет солнце, и (не) настанет глубокая тьма;
δυσήλιον κ. Aesch. — непроглядный мрак;τὸ κατὰ γῆς κ. Eur. — подземный мрак;πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους Arph. — когда еще не рассвело -
6 λιχνογραυς
ᾰος ἥ прожорливая старуха (прозвище, данное Тимоном Зенону за необыкновенную любознательность) Diog.L. -
7 σκεπας
σ. ἀνέμοιο Hom. — укрытое от ветра место;
σ. ἐν νιφετῷ Anth. — (о шляпе) защита от снега -
8 σφελας
-
9 τερας
1) знамение, чудесная примета, предвестник(ἢ πολέμοιο ἢ καὴ χειμῶνος Hom.; τέρατα καὴ σημεῖα NT.; σεισμὸς ἐν τῇ Σκυθικῇ τ. νενόμισται Her.)
2) чудовищеἍιδου ἀπρόσμαχον τ. Soph. = Κέρβερος;
οὔρειον τ. Eur. = Σφῖγξ3) диковина, диво, тж. небылица, нелепость(τ. λέγειν Plat.)
-
10 ψεφας
См. также в других словарях:
Эа — (Άος) древневавилонский бог, первоначально почитавшийся в лежавшем на берегу Персидского залива Эриду (теперь Абу Шахрейн) как бог воды, глубины, океана, водной стихии, а затем глубины и источника премудрости. Культ его уже в глубокой древности… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… … Dictionary of Greek
σκέπας — αος, τὸ, Α 1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ. β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.) 2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη τής … Dictionary of Greek
ψέφας — αος, και ψέφος, ους, τὸ, Α ο ζόφος, το σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. *ψέφαρ, όπως υποδηλώνει το παράγωγο ψεφαρός (πρβλ. γέρας). Κατά μία άποψη, το ουδ. ψέφας, όπως και τα συνώνυμα… … Dictionary of Greek
au̯(e)-10, au̯ē(o)-, u̯ē- — au̯(e) 10, au̯ē(o) , u̯ē English meaning: to blow Deutsche Übersetzung: “wehen, blasen, hauchen” Grammatical information: participle u̯ē nt Note: in Slav. languages often from the “ throw dice “, i.e. to the cleaning of the… … Proto-Indo-European etymological dictionary
NARTHEX — Graece Νάρθηξ, ferula proprie. Plin. l. 13. c. 22. Ferula calidis nascitur locis atque trans maria geniculatis nodata scapis. Duo eius genera, Nartheca Groeci vocant assurgentem in altitunem. Nartheciam vero semper bumilem. E qua quia prima… … Hofmann J. Lexicon universale
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
αλιαής — ἁλιαής, ὲς (Α) άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + αὴς (< πιθ. ἄος) < ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»] … Dictionary of Greek
ας — (πληθ. Άζεν, Asen). Περιληπτικό όνομα ομάδας γερμανικών θεοτήτων, με αρχηγό τον Οντίν, τον υπέρτατο θεό. Ο αριθμός τους ποικίλλει: 9, 12 ή 14. Κατά τη γερμανική μυθολογία, οι Άζεν είχαν κατορθώσει να επιβάλουν την εξουσία τους ύστερα από νικηφόρο … Dictionary of Greek
ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… … Dictionary of Greek