-
41 ἄλλας
-
42 άλλη
ἄλλοςy: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἄλλῃindeclform (adverb)ἄλλοςy: fem dat sg (attic epic ionic) -
43 άλλοιν
-
44 ἄλλοιν
-
45 άλλοις
-
46 ἄλλοις
-
47 άλλοισ'
ἄλλοισι, ἄλλοςy: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄλλοισι, ἄλλοςy: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
48 ἄλλοισ'
ἄλλοισι, ἄλλοςy: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄλλοισι, ἄλλοςy: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
49 άλλοισι
-
50 ἄλλοισι
-
51 άλλοισιν
-
52 ἄλλοισιν
-
53 άλλου
ἄλλοςy: neut gen sgἄλλοςy: masc gen sgἄλλουindeclform (adverb)——————ἅ̱λλου, ἅλλομαιsal-imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic)ἅλλομαιsal-pres imperat mid 2nd sg (attic epic doric)ἅλλομαιsal-imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric) -
54 άλλους
-
55 άλλωι
-
56 ἄλλωι
-
57 κάλλοι
-
58 κάλλοις
-
59 κἄλλοις
-
60 κάλλοισιν
ἄλλοισιν, ἄλλοςy: neut dat pl (epic ionic aeolic)ἄλλοισιν, ἄλλοςy: masc dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
ἅλλος — ἄλλος , ἄλλος y masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλος — y masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο αόριστη αντωνυμία 1. φανερώνει κάτι διαφορετικό από τα ως τα τώρα γνωστά: Άλλα απ αυτά που βλέπεις δεν έχω. 2. διαφορετικός, αλλιώτικος: Να τον δεις, έγινε άλλος άνθρωπος. 3. στην αρχή δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων χωρίς άρθρο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Alter Hercules = οὗτος ἄλλος Ἡρακλῆς. — См. Геркулес … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἄλλω — ἄλλος y neut nom/voc/acc dual ἄλλος y masc nom/voc/acc dual ἄλλος y neut gen sg (doric aeolic) ἄλλος y masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλα — ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλων — ἄλλος y neut gen pl ἄλλος y fem gen pl ἄλλος y masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄλλος — ἄλλος , ἄλλος y masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλαι — ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλοιν — ἄλλος y neut gen/dat dual ἄλλος y masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)