-
1 ἅτινα
то-котороеἅτινάΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἅτινα
-
2 ἅτινά
то, котороете, которое ἅτιναΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἅτινά
-
3 κρεβ(β)ατίνα
η1) подпорка под виноградную лозу; 2) см. κληματαριά -
4 κρεβ(β)ατίνα
η1) подпорка под виноградную лозу; 2) см. κληματαριά -
5 αττα
I.IIIи ἄσσα (= τινά, pl. n к τις) несколько, некоторые, кое-чтоσμίκρ΄ ἄ. Arph., Plat., Arst. — кое-какие мелочи, кое-что;
τοιαῦτ΄ ἄ. Plat. — нечто в этом роде;τρί΄ ἄ. Plat. — около трехII.οὐκ οἶδ΄ ἅ. σοφίζει Plat. — не знаю, о чем ты толкуешь
См. также в других словарях:
ἅτινα — ὅστις that neut nom/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅτιν' — ἅτινα , ὅστις that neut nom/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… … Dictionary of Greek
άσσα — Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στον Σιγγιτικό κόλπο. Εκεί προσέγγισε ο στόλος του Ξέρξη μόλις βγήκε από τον Άθω και στρατολόγησε διά της βίας όλους τους άντρες της. * * * (I) ἄσσα (ιων. τ. του τινά), αττ. ἄττα (Α) μερικά, κάμποσα. (II) ἅσσα (ιων. τ.… … Dictionary of Greek
άττα — (atta). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των φορμικιδών. Ζουν κυρίως στο Μεξικό και στη Νότια Αμερική. Έχουν σχετικά με το σώμα τους δυσανάλογο κεφάλι και ονομάζονται από τους ιθαγενείς μυρμήγκια με ομπρέλα γιατί πάντα μεταφέρουν… … Dictionary of Greek
γραμματεία — Στη γενική της έννοια γ. ενός έθνους είναι το σύνολο των γραπτών μνημείων, ακόμα και εκείνα που αναφέρονται στον ιδιωτικό βίο. Στη στενότερη έννοια, γ. είναι οι ανώτερες εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής του έθνους, τόσο στις επιστήμες όσο και στη… … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
Καρασούτσας, Ιωάννης — (Σμύρνη 1824 – Αθήνα 1873). Ποιητής. Τύπωσε την πρώτη συλλογή του σε ηλικία 17 ετών και ακολούθησαν πλήθος άλλες. Αν και ήταν άκαμπτος οπαδός της καθαρεύουσας, η ποίησή του διακρίνεται από λεπτότητα και ευαισθησία. Μια ενδιαφέρουσα πλευρά των… … Dictionary of Greek