Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἅτε

См. также в других словарях:

  • άτε — ἅτε (σύνδ.) (Α) 1. (ομοιωματ.) όπως, καθώς («παταγοῡσιν ἅτε πτηνῶν ἀγέλαι») 2. (αιτιολ.) (με μετοχές) επειδή, αφού, καθώς (ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεύς» καθώς λοιπόν δεν ήταν και πολύ πολύ σοφός ο Επιμηθεύς, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ.… …   Dictionary of Greek

  • ἅτε — just as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἇτε — ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτε — ἆτος insatiate masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἆτε — ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾇτε — ὅστε who fem dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… …   Dictionary of Greek

  • .άτ' — ἅτε , ἅτε just as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅθ' — ἅτε , ἅτε just as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅτ' — ἅτε , ἅτε just as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾇτ' — ᾇτε , ὅστε who fem dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»