-
1 οἰδαίνω
οἰδαίνω, aufschwellen, d. i. machen, daß Etwas anschwillt, vgl. οἰδάνω. – Häufiger, wie im med., intr., anschwellen, Hesych. φλεγμαίνω, oft übertr., sowohl ἅτε οἱ οἰδαινόντων ἔτι τῶν πρηγμάτων, Her. 3, 127, vom unruhigen, noch nicht befestigten Staate (vgl. οἰδέω), als auch von Leidenschaften, bes. Zorn, wie tumere, Sp., wie Plut.; φρένες οἰδαίνεσκον, Ap. Rh. 3, 383.
-
2 οἰδαίνω
οἰδαίνω, aufschwellen, d. i. machen, daß etwas anschwillt; intr., anschwellen; oft übertr., sowohl ἅτε οἱ οἰδαινόντων ἔτι τῶν πρηγμάτων, vom unruhigen, noch nicht befestigten Staate (vgl. οἰδέω), als auch von Leidenschaften, bes. Zorn, wie tumere -
3 ἀν-οιδαίνω
ἀν-οιδαίνω (s. οἰδαίνω), aufschwellen, trans., Sp. – Pass. intrans.
-
4 παρ-οιδαίνω
παρ-οιδαίνω, an der Seite anschwellen, Poll. 4, 185.
-
5 εἰς-οιδαίνω
εἰς-οιδαίνω, anschwellen, Medic.
-
6 ἐπ-οιδαίνω
ἐπ-οιδαίνω, anschwellen, Nic. Al. 477.
-
7 ἐς-οιδαίνω
ἐς-οιδαίνω, aufschwellen machen, Aret.
-
8 ἐξ-οιδαίνω
ἐξ-οιδαίνω, = Folgdm, Aret.
-
9 ὑπερ-οιδαίνω
ὑπερ-οιδαίνω, trans., übermäßig aufschwellen, Suid.
-
10 ὑπ-οιδαίνω
ὑπ-οιδαίνω, ein wenig od. von unten aufschwellen machen, Ael. V. H. 14, 7.
-
11 οἰδο-ποιέω
οἰδο-ποιέω, = οἰδαίνω (?).
-
12 οἰδάνω
οἰδάνω, = οἰδαίνω, aufschwellen, machen, daß Etwas aufschwillt; Hom. nur übertr., ὅςτε (χόλος) καὶ ἄλλων οἰδάνει ἐν στήϑεσσι νόον πύκα περ φρονεόντων, Il. 9, 554, u. pass., ἀλλά μοι οἰδάνεται κραδίη χόλῳ, ib. 646, es schwillt mir das Herz vom Zorn; nachgeahmt von Ap. Rh. 1, 478, ἠέ τοι εἰς ἄτην ζωρὸν μέϑυ ϑαρσαλέον κῆρ οἰδάνει ἐν στήϑεσσι, Schol. ἐπαίρει, μετεωρίζει. Auch γλῶσσα οἰδάνεται, Opp. H. 5, 608. Das act. intrans. Ar. Pax 1166.
-
13 ἀνοιδαίνω
-
14 εἰςοιδαίνω
-
15 ἐξοιδέω
ἐξ-οιδέω, u. ἐξ-οιδαίνω, anschwellen; übertr., ἐξοιδοῦν τι μέρος, des Staates -
16 ἐποιδαίνω
-
17 ἐςοιδαίνω
-
18 παροιδαίνω
-
19 ὑπεροιδαίνω
ὑπερ-οιδαίνω, trans., übermäßig aufschwellen -
20 ὑποιδαίνω
ὑπ-οιδαίνω, ein wenig od. von unten aufschwellen machen
См. также в других словарях:
οἰδαίνω — οἰδάνω cause to swell pres subj act 1st sg οἰδάνω cause to swell pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιδαίν — οἰδαίνω και οίδάνω (ΑΜ) (κυριολ. και μτφ.) 1. κάνω κάτι να αυξηθεί σε όγκο, να διογκωθεί, φουσκώνω, εξογκώνω 2. εξογκώνομαι, πρήζομαι (α. «καλέσας αὐτὸν Οἰδίποδα διὰ τὸ οἰδάνειν τοὺς πόδας αὐτοῡ», Μαλάλ. β. «ὅς τε [χόλος] καὶ ἄλλων οἰδάνει ἐν… … Dictionary of Greek
διοιδώ — διοιδῶ ( έω) και διοιδαίνω (Α) [οιδώ, οιδαίνω] 1. (για μέλη τού σώματος) πρήζομαι 2. φουσκώνω από οργή 3. (για την πόλη) βρίσκομαι σε αναβρασμό, σε αναταραχή 4. φρ. «διοιδαίνω τὴν ψυχήν» οργίζομαι … Dictionary of Greek
εξοιδαίνω — ἐξοιδαίνω, μέσ. έξοιδαίνομαι (AM) εξογκώνομαι, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιδαίνω (< οιδέω «πρήζομαι» κατ αναλογίαν προς τα κυμαίνω, οργαίνω)] … Dictionary of Greek
οιδάν — οἰδάνω (ΑΜ) βλ. οιδαίνω … Dictionary of Greek
οιδίσκω — οἰδίσκω (Α) οιδαίνω, εξογκώνω, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οιδώ] … Dictionary of Greek
οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… … Dictionary of Greek
παροιδαίνω — Α [οιδαίνω] πρήζομαι ελαφρά, φουσκώνω λίγο … Dictionary of Greek
περιοιδαίνω — Α φουσκώνω, πρήζομαι γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἰδαίνω «φουσκώνω, πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
υπεροιδαίνω — Α μτφ. φουσκώνω υπέρμετρα (α. «τὸν... ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπεν... χεὶρ... Εὐρώταν», Ρουφίν. β. «καρδίαν ὑπεροιδαίνουσαν», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἰδαίνω «φουσκώνω, εξογκώνω»] … Dictionary of Greek
υποιδαίνω — Α εξογκώνω κάτι λίγο ή τό εξογκώνω από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οἰδαίνω «φουσκώνω, εξογκώνω»] … Dictionary of Greek