-
1 άσυχα
-
2 ἅσυχα
-
3 ασυχά
-
4 ἁσυχᾶ
-
5 καχλάζω
καχλάζω (vgl. χλάζω), klatschen, plätschern; φιάλαν ἔνδον καχλάζοισαν δρόσῳ ἀμπέλου, sprudelnd vom Thau der Rebe, Pind. Ol. 7, 2; κῦμα πέριξ ἀφρὸν πολὺν καχλάζον Eur. Hipp. 1211, rings den Schaum zusammenplätschernd; Ap. Rh. καχλάζοντος ἀνέπτυε κύματος ἄχνην 2, 570; κύματα ἅσυχα καχλάζοντα Theocr. 6, 11; a. Sp., wie D. Sic. 3, 44; vom Regen, Lycophr. 80. Uebertr., κῠμα γὰρ περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν καχλάζει Aesch. Spt. 109, vgl. 743, sie rauscht rings um die Stadt; D. Hal. de vi Dem. 28 von einer prächtigen, volltönenden Rede.
-
6 ησυχα
-
7 ησυχη
иногда ἡσυχῇ, дор. ἁσυχᾷ adv.1) спокойно, неподвижно(κατακεῖσθαι Arph.)
ἔχ΄ ἡ. Plat. — подожди, не торопись2) спокойно, тихоγελάσας ἡ. Plat. — тихо засмеявшись ( или улыбнувшись)
3) ласково, кротко(μετέρχεσθαί τινα Eur.)
4) тихо, медленно, неторопливо(βαδίζειν, γράφειν Plat.)
5) доверительно, секретноτοῖς, ἐν τῇ ξυνωμοσίᾳ εἴρητο ἡ. μέ ἐπ΄ αὐτοῖς τοῖς ὅπλοις περιμένειν Thuc. — участникам заговора было по секрету сказано, чтобы они у самих постов не оставались
-
8 ησυχον
Iτό спокойствие, кротость Thuc.IIдор. - ἅσυχον adv. спокойно(Theocr. - v. l. ἁσυχᾷ)
-
9 καχλάζω
A plash or bubble, of the sound of liquids,φιάλαν ἀμπέλου καχλάζοισαν δρόσῳ Pi. O.7.2
, cf. Philostr.VA3.25; of the sea,περὶ πρύμναν A.Th. 761
(lyr.), cf. 115 (lyr.);ἅσυχα καχλάζοντος αἰγιαλοῖο Theoc.6.12
(imitated by D.P.838), cf. Arr.An.5.20.8; ofrain, Lyc.80; of boiling water, Zos. Alch.p.109 B. (cf. κοχλ-): c. acc. cogn., [κῦμα] πέριξ ἀφρὸν πολὺν καχλάζον frothing forth foam, E.Hipp. 1211: metaph., of exuberant eloquence,τὸ Πλατωνικὸν νᾶμα.. μεγάλας παρασκευὰς καχλάζον D.H.Dem.28
:—also [full] καχλαίνω, Hsch. [[pron. full] κᾰ- Pi., A., E. ll.cc., κᾱ- by position, Theoc.l.c.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καχλάζω
-
10 ἥσυχος
A quiet,ἥ. ἀνστρέφεται Hes.Th. 763
;ἥσυχοι ἔργ' ἐνέμοντο Id.Op. 119
; ἥ... ὁδὸν ἔρχεο go thy way in peace, Thgn.331;ἥ. καθεύδειν Anacr.88
; ἥ. θακεῖν, θάσσειν, S.Aj. 325, E.Hec.35;ἥσυχοι ἔστε Hdt.7.13
, cf. 1.88; ἔχ' ἥσυχος keep quiet, keep still, Id.8.65, E.Med. 550; μέν' ἥ. Ar.Av. 1199, Th. 925;γίγνεσθε E.Cyc.94
, cf. Ba. 1362;κατεθεᾶτο X.Cyr.5.3.55
;ἡσύχῳ ποδὶ χωρεῖν E.Or.[ 136]
; ἡσύχῳ φρενῶν βάσει, i. e. in thought, A.Ch. 452; ἐν ἡσύχῳ quietly, S.OC82; ἥ. δορί inactive with it, E.Fr. 998; τὸ ἥ. τῆς εἰρήνης, v.l. for ἡσύχιον, Th.1.120; νοῦς ἥ. τῶν πράξεων at rest from.., free from.., Plot.6.8.5.2 quiet, gentle, of character, in [comp] Comp. - αιτέρα, A.Eu. 223, cf. E.Supp. 952, etc.; ; ὄμματος παρ' ἡ. A.Supp. 199;γλῶσσα -ωτέρα S.Ant. 1089
; ὀργῇ ὑπόθες ἥσυχον πόδα moderate thy wrath, E. Ba. 647; τὸ ξύνηθες ἥ. their accustomed quietness, Th.6.34; ἡσυχαίτερα less severe, Id.3.82.4 of the voice, gentle,φωνὴ -αιτέρα X. Cyr.1.4.4
.II [comp] Comp. and [comp] Sup. - αίτερος, - αίτατος, A.Eu.l.c., Th.3.82, Pl.Phlb. 24c, X.Cyr.1.4.4, 6.2.12; -ώτερος, -ώτατος, S.Ant. 1089, Pl.Chrm. 160a (nisileg. - ιώτατος) ; -έστατος Sch.Lyc.3.III Adv. ; κάρτ' ἂν εἶχον ἡ. E.Supp. 305;ἡ. ναίειν Id.Heracl.7
; gently, cautiously, Id.Or. 698; slowly,πορεύεσθαι X.Cyr.5.3.53
, etc.: [dialect] Ion. [comp] Comp.ἡσυχέστερον Hp.Salubr.3
,5: [comp] Sup.,ὡς ἡσυχαίτατα Pl.Chrm. 160a
: neut. ἥσυχον, [dialect] Dor. ἅσυχον, as Adv., v.l. in Theoc.14.27: pl.,ἅσυχα Id.2.11
, 100, 6.12, Hymn.Is.103. ([dialect] Dor. ἁς- is dub., ἥσυχος, ἡσυχῆ, ἡσυχία codd. Pi., ἡσύχ-ιμος, -ιος, as v.l.)
См. также в других словарях:
ἁσυχᾶ — ἁ̱συχᾶ , ἡσυχῆ doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅσυχα — ἅ̱συχα , ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
ησυχή — ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α) επίρρ. 1. ήρεμα, ήσυχα 2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγά («ἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.) 3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.) 4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεση («ἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν… … Dictionary of Greek