-
1 άρπας
-
2 ἅρπας
-
3 χαράσσω
χαράσσω, 1) scharf od. spitz machen, zuspitzen, wetzen; ἅρπας, ὀδόντας, Hes. O. 575 Sc. 235; χαρασσόμενος σίδηρος O. 389; ὅταν ῥινῶσι καὶ χαράττωσι τὰ σιδήρια καὶ τοὺς πρίονας Arist. audib. 45; auch κύματα φρικὶ χαρασσόμενα, mit rauher Oberfläche, von den Wellen, Agath. 57 (X, 14), u. öfter in der Anth.; auch mit Einschnitten, Zähnen od. Kerben versehen, zähnen, einkerben, -drücken, στρωμνὰ νῶτον χαράσσοισα Pind. P. 1, 28. – Uebertr., erbittern, aufbringen, wie ϑήγω, τινί, gegen Einen, z. B. κεχαραγμένος τινί, aufgebracht auf Einen, Her. 7, 1; χαράττεσϑαί τινί τι, Einem über Etwas zürnen, Eur. Med. 157. – 2) einschneiden, eingraben, einhauen, einprägen; οὐ δρυὸς οὐδ' ἐλάτης ἐχαράξαμεν οὐδ' ἐπὶ τοίχου τοῦτ' ἔπος Ep. ad. 14 (XII, 130); ἐν τύμβῳ γράμμ' ἐχάραξε τόδε Erinn. 2 (VII, 710); dah. auch ὁ τὸν Τροίης πόλεμον σελίδεσσι χαράξας Ep. ad. 489 ( Plan. 293); τὸ χαραχϑὲν νόμισμα, geprägt, Pol. 10, 27, 13; – zerschneiden, furchen, ἀρότρῳ χέρσον Apollnds. 5 (VI, 238); auch übertr., ἅλα, ὕδωρ, νῶτα ϑαλάσσης u. vgl., das Meer mit dem Schiffskiel durchschneiden; Aesch. vrbdt στένει, κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον, Pers. 686. – Man vergleicht damit γράφω, scharren, graben.
-
4 χαρασσω
атт. χᾰράττω1) острить, точить(ἅρπας Hes.; λόγχην Plut.)
2) снабжать зубцами, зазубривать(τὰ σιδήρια καὴ τοὺς πρίονας Arst.)
τὰ ἄκρα κεχαραγμένα Arst. — зазубренные концы;σκύταλον κεχαραγμένον ὄζοις Theocr. — суковатая дубина;ἀκτῖσι χαράσσεσθαι Anth. — испускать лучи3) разрезать, бороздить(ἀρότρῳ χέρσον Anth.)
χαράσσεται πέδον Aesch. — земля дает трещины;κύματα φρικὴ χαρασσόμενα Anth. — подернутые рябью волны;νῶτον χαραχθεῖς Eur. — с исполосованной (бичом) спиной4) med. царапать, ранить(ταύρων στέρνα Anth.)
5) вырезать, начертывать, чертить(τὸ γράμμα τοίχοισι Theocr.; ἔπος ἐπὴ τοίχου Anth.; νόμους εἰς πίνακας Diod.)
6) метить, клеймить(τινὰ στίγμασι Diod.)
7) выбивать, чеканить8) возбуждать, разжигать(τὸ φιλόνεικον Plut.)
9) раздражать, сердить(κεχαραγμένος τινί Her.)
χαράττεσθαί τινί τι Eur. — сердиться на кого-л. за что-л. -
5 ἁρπάζω
1 seize φθέγξομαι τότ' Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι sc.σε O. 1.40
παῖδ' ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (sc. Ἀπόλλων) P. 3.44 Κυράνας· τὰν ὁ χαιτάεις ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων ποτὲ Λατοίδας ἅρπασ (Tricl: ἅρπασεν codd.) P. 9.6ἔνθεν ἁρπάξαντες ἄγαλμ' Ἀίδα N. 10.67
Ἰ]νὼ δἐκ πυ[ρ ἁρπά]ξαισα[ (supp. Lobel: sc. Μελικέρταν) Θρ.. 3. γ]ὰρ ἁρπαζομένων τεθνάμεν[[βρεϝεμαξρ]]μάτων ἢ κακὸν ἔμμεναι (χρη]μάτων e. g. supp. Lobel) fr. 169. 16. in tmesis, ἂν δ' εὐθὺς ἀρπάξαις v.ἀναρπάζω P. 4.34
-
6 χαράσσω
A make pointed, sharpen, whet, ἅρπας, ὀδόντας, Hes.Op. 573, Sc. 235, cf. Plu.2.350d; καθάπερ βέλη τὰ πράγματα ib. 825f;χαρασσόμενος σίδηρος Hes.Op. 387
.2 furnish with notches or teeth, like a saw,τὰ σιδήρια Arist.Aud. 803a3
:—[voice] Pass., of certain birds,ἔχουσι.. τὰ ἄκρα τοῦ ῥύγχους κεχαραγμένα Id.PA 662b16
; φύλλα κεχαραγμένα serrated leaves, Dsc.4.173, cf. Thphr.HP3.10.5; σκύταλον κεχ. ὄζοις jagged or rugged with.., Theoc.17.31.3 metaph., whet, stimulate,ἔρως ψυχὰς χ. S.Fr. 684
codd. Stob. ( codd. Clem.Al.);τὸ φιλόνικον Plu.2.92a
, cf. 825f:—[voice] Pass., κεχαραγμένος τινί exasperated at.., Hdt.7.1; κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου be not angry at him for this, E.Med. 157 (lyr.);τῇπαρρησίᾳ χαραχθείς Plu.2.74e
.II cut into furrows, scratch,στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον κεντεῖ Pi.P.1.28
;κῦμα χ. Orph.A. 372
;ἀρότρῳ.. χ. χέρσον AP6.238
(Apollonid.);ὕδωρ ἐρετμοῖς Nonn.D.3.46
, cf. 41.114 ([voice] Pass.);τῷ θερμῷ χαράσσοντι τὴν ἐπιφάνειαν Plu.2.651e
:— [voice] Pass., wounded,E.
Rh.73;κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον A.Pers. 683
;θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη AP10.2
(Antip. Sid.), cf. 10.14 (Agath.); τόπος κεχαραγμένος ὑπὸ ὄμβρου, gloss on ῥωχμός, Sch.Gen.Il.23.420.3 stamp, seal, PRyl. 160.6 (i. A. D.), etc.III engrave, carve, ἐν νομίσματι [Βάττον] χ. (i.e. stamp his portrait) Arist. Fr. 528;οὔρεακαὶ πόντον ὑπὲρ τύμβοιο AP7.237
(Alph.); στάλαν ib. 547 (Leon.Alex.); inscribe,δόγματα.. εἰς στήλην SIG795
B27 (Delph., i A. D.);γράμμα.. τοίχοισι χαράξω Theoc.23.46
, cf. AP12.130;ἐν τύμβῳ γράμμ' ἐχάραξε τόδε Erinn.5.8
;τὸν Τροίης πόλεμον σελίδεσσι χ. APl.4.293
;γραφίδεσσι.. χάραξα.. ἱερὸν λόγον Hymn.Is.11
; [νόμους] εἰς πίνακας χ. D.S.12.26
;ὁ γραμματεὺς τοῦ δήμου τὸ β ἐχάραξα BMus.Inscr.481
*.430 ([place name] Ephesus); simply, write, (vi A. D.), sketch, draw,μορφὴν χαράξαι AP11.412
(Antioch.), cf. Anacreont.55.5; of the down marking the cheek, APl.5.344:—so in [voice] Med.,ἴουλος ἄχνοα χιονέης ἐχαράσσετο κύκλα παρειῆς Nonn.D.10.180
:—[voice] Pass., ib.5.404; [ὄμμα] ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, of lines drawn with antimony, AP9.139 (Claudian.); ἐπὶτοῦ νομίσματος κεχαράχθαι πέλεκυν Arist.Fr. 593
;στήλας γράμμασι κεχαραγμένας D.S.3.44
;στῆλαι χαράσσονται IG14.297
([place name] Panormus);τοῖχος ἅπας ἐχαράσσετο Luc.Am.16
; τὸ χαραχθὲν νόμισμα stamped money, coin, Plb.10.27.13;χρῆσθαι τῷ.. μέτρῳ κεχαραγμένῳ τῷ χαρακτῆρι IG22.1013.64
; also of the letters engraved, Peripl.M. Eux.2: metaph., λέξις κεχαραγμένη with a stamp, i.e. character of its own, Diocl.Magn.Stoic.3.213; τὴν μὲν (sc. τὴν σοφιστικὴν)ἰδιώματι κεχαράχθαι φήσομεν Phld.Rh.1.77
S. (Perh. a Semitic loan-word, cf. Hebr. [hudot ]āraš 'engrave'; or cogn. with Lith. že[rtilde]<*>i 'rake, scrape'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαράσσω
-
7 çenk
είδος άρπας
См. также в других словарях:
ἅρπας — ἅρπᾱς , ἅρπη bird of prey fem acc pl ἅρπᾱς , ἅρπη bird of prey fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τσαμουρτζής, Ευάγγελος — (Πέργαμος, Μικρά Ασία 1888 – Αθήνα 1965). Έλληνας εφευρέτης, κουρδιστής και μουσικός. Τυφλός από παιδί, το 1910 πηγαίνει στην Αθήνα για μουσικές σπουδές στο Ωδείο Aθηνών. Με την υποστήριξη του τότε διευθυντή του Ωδείου Γ. Νάζου, συνεχίζει τις… … Dictionary of Greek
ωδείον — Ονομασία στην ελληνική αρχαιότητα οικοδομήματος όπου διεξάγονταν μουσικοί αγώνες και διαγωνίσματα απαγγελίας. Είχε σχήμα θεάτρου, αλλά με οροφή, για λόγους ακουστικής. Τα γνωστά αρχαία ωδεία είναι του Περικλή στην Αθήνα, το ωδείο Ηρώδου του… … Dictionary of Greek
Menis Koumandareas — Μένης Κουμανταρέας Born 1931 Athens, Greece Occupation Writer Nationality Greek … Wikipedia
Koumandareas — Menis Koumandareas (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 Weblinks // … Deutsch Wikipedia
Menis Koumandareas — (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 … Deutsch Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κονσόλα — I Κινητό βοηθητικό έπιπλο, που στηρίζεται στον τοίχο και σε δύο πόδια με σιγμοειδή κάμψη. Την εποχή της Αναγέννησης η κ. στηριζόταν στον τοίχο ή την αναρτούσαν σε αυτόν και ήταν διακοσμημένη με διάφορα κομψοτεχνήματα. Ήταν κατασκευασμένη από ξύλο … Dictionary of Greek
λοπαρπαγίδης — λοπαρπαγίδης, ὁ (Α) (κωμικό επίθετο παρασίτου και φιλοσόφου) αυτός που αρπάζει τις γεμάτες φαγητό πιατέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδος «πιατέλα» + ἅρπας, αγ ος + πατρωνυμική κατάλ. ίδης] … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
σαμβύκη — η, ΝΑ έγχορδο οξύφθογγο μουσικό όργανο τών αρχαίων, τριγωνικού σχήματος, είδος άρπας με τέσσερεις ή και περισσότερες χορδές το οποίο χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην Συρία, στην Φοινίκη και στην Αίγυπτο, αλλά ήλθε και στην Ελλάδα αρχ. 1. (στους… … Dictionary of Greek