-
1 πυκν-άρμων
πυκν-άρμων, ὁ, ἡ, dicht od. fest gefügt, Democrit. bei Stob. ecl. phys. 1 p. 594.
-
2 βητ-άρμων
βητ-άρμων, ονος, ὁ, Tänzer, Hom. zweimal, βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Odyss. 8, 250, βητάρμονας εἶναι ἀρίστους 8, 383; sp. D.; adj., παλμός Nonn. D. 33, 87; ὀρχηϑμός Man. 2, 335.
-
3 ἁρμονία
ἁρμονία, ἡ, die Fügung; eigentl. fem. von ἁρμόνιος, welches adject. zu einem wenigstens als Appellat. ungebräuchl. ἅρμων ist; verwandt ἁρμός, ἅρμα, ἄρω. Hom., bei dem nach Scholl. Od. 5, 248 ἁρμονιά zu betonen ist, hat das Wort dreimal: Od. 5, 248 γόμφοισιν δ' ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονιῇσιν ἄρασσεν, wahrscheinl. Klammern; 5, 361 ὄφρ' ἂν μέν κεν δούρατ' ἐν ἁρμονιῇσιν ἀρήρῃ, so lange die Balken zusammenhalten; Iliad. 22, 255 τοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, des Vertrages, plur. statt des sing. – Bei den Folg.: Bindungsmittel, τοίχων ἁρμ. δέδεται Antiphil. 27 (IX, 306); die Fugen, τὰς ἁρμονίας ἐπάκτωσαν βίβλῳ Her. 2, 96; Sp., wie D. Sic. 2, 8; Plut.; Fügung, Verhängniß, Διός Aesch. Prom. 550; das richtige Verhältniß aller Theile zum Ganzen, Uebereinstimmung, Proportion, ἡ ἐν σώματι Plat. Rep. IX, 591 d; αἱ ἐν τοῖς φϑόγγοις καὶ ἐν τοῖς τῶν δημιουργῶν ἔργοις πᾶσι Phaed. 86 c; in der Musik, Einklang, Harmonie; Tonart, Λυδία Pind. 4, 45; Folgde. Bei den Rhetoren Wohlklang im Periodenbau, Arist. rhet. 3, 1. ἁρμονικός, ή, όν, die Harmonie betreffend, der Harmonie u. der Musik übh. kundig, Plat. Phaedr. 268 d; Plut. Lyc. et Num. 1; ἡ ἁρμονική, sc. τέχνη, die Theorie der Tonkunst, Arist. metaph. 12. 3.
-
4 βητάρμων
-
5 πυκνάρμων
πυκν-άρμων, ὁ, ἡ, dicht od. fest gefügt
См. также в других словарях:
ἁρμῶν — ἁρμή junction fem gen pl ἁρμός joint masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμονία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφή του Φόβου και του Δείμου, σύζυγος του Κάδμου. Στον πανηγυρισμό του γάμου της, τον υμέναιο έψαλαν οι ίδιες οι Μούσες και ήταν παρόντες όλοι οι θεοί του Ολύμπου, που έφεραν πλούσια και… … Dictionary of Greek
πυκνάρμων — όνος, ὁ, ἡ, Α συναρμοσμένος με πυκνό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + άρμων (< ἅρμα / ἁρμόττω), πρβλ. βητ άρμων] … Dictionary of Greek
βητάρμων — βητάρμων, ο (Α) 1. ο χορευτής 2. ως επίθ. ο χορευτικός, που φαίνεται σαν να χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με βάση την ερμηνεία του Ησυχίου («ορχησταί από του ηρμοσμένως βαίνειν»), η λ. βητ άρμων συνδέεται ως προς το β συνθετικό με την ομάδα… … Dictionary of Greek
ιμαντισμός — ἱμαντισμός, ὁ (Α) [ιμάς] (για τοιχοδομία) η παρεμβολή συνδετικών αρμών, η παρεμβολή δοκών … Dictionary of Greek
παραχαλώ — άω, Α 1. διανοίγω δίοδο, διέξοδο για κάτι 2. (αμτβ.) (για πλοίο) χαλαρώνομαι, υφίσταμαι χαλάρωση τών αρμών από τους οποίους μπαίνει μέσα το νερό, αφήνω να εισρεύσει το νερό, κάνω νερά («κἄγωγ , ἐάν τι παραχαλᾷ, τὴν ἀντλίαν φυλάξω», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
σαραγούστι — το, Ν ναυτ. είδος επιπλάσματος από ασβέστη, πίσσα και πετρέλαιο που χρησιμοποιείται για το φράξιμο τών αρμών τών ξύλινων πλοίων … Dictionary of Greek
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
τεφλόν — το, Ν (χημ. τεχνολ.) εμπορική ονομασία με την οποία είναι ευρύτερα γνωστή η πολυμερής ένωση πολυτετραφθοροαιθυλένιο, η οποία παρουσιάζει αξιοσημείωτη αντοχή στα χημικά μέσα, τη θερμότητα και τις διαβρώσεις και χρησιμοποιείται για την κατασκευή… … Dictionary of Greek
υπόχηλα — τὰ, Α τα οστά τών αρμών που προεξέχουν στη ράχη τού χεριού στην αρχή τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χηλή] … Dictionary of Greek
χαλαρότητα — η, Ν [χαλαρός] 1. η ιδιότητα τού χαλαρού, το να είναι χαλαρό κάτι (α. «χαλαρότητα τού ιμάντα» β. «χαλαρότητα τού δέρματος») 2. (κυριολ. και μτφ.) έλλειψη συνοχής (α. «χαλαρότητα τών αρμών» β. «χαλαρότητα στη δομή τού κειμένου») 3. έκλυση,… … Dictionary of Greek