Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἅρμοζε

  • 1 άρμοζε

    ἅ̱ρμοζε, ἁρμόζω
    fit together: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἁρμόζω
    fit together: pres imperat act 2nd sg
    ἁρμόζω
    fit together: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > άρμοζε

  • 2 ἅρμοζε

    ἅ̱ρμοζε, ἁρμόζω
    fit together: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἁρμόζω
    fit together: pres imperat act 2nd sg
    ἁρμόζω
    fit together: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἅρμοζε

См. также в других словарях:

  • ἅρμοζε — ἅ̱ρμοζε , ἁρμόζω fit together imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁρμόζω fit together pres imperat act 2nd sg ἁρμόζω fit together imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • μετατροπία — Μουσικός όρος που σημαίνει το πέρασμα από μια τονικότητα σε άλλη, στα πλαίσια μιας μουσικής φράσης ή περιόδου. Ο όρος συναντάται από πολύ νωρίς (ο Άγιος Αυγουστίνος, κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., χρησιμοποιεί τον όρο modulari) και αρχικά σήμαινε …   Dictionary of Greek

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • αρμόζω — οσα, οσμένος 1. προσαρμόζω, συναρμολογώ: Το χέρι του μαχαιριού δεν ήταν καλά αρμοσμένο. 2. συμφωνώ, ταιριάζω: Του δωσες την απάντηση που άρμοζε. 3. απρόσ. αρμόζει πρέπει, είναι σωστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»