-
1 σκιδνημι
ион. σκίδνᾱμι (= σκεδάννυμι См. σκεδαννυμι) рассеивать(τέν δύναμίν τινος Plut.)
; преимущ. med. рассеиваться, развеиваться, расходитьсяἐπὴ σφέτερα σκίδνασθαι Hom. — расходиться по своим домам;
ὑψόσε ἄχνη σκίδναται Hom. — пена разбрызгивается вверх;ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ Her. — с первыми лучами солнца;σκιδναμένης Δημήτερος Her. — в пору сева даров Деметры
См. также в других словарях:
σκίδνημι — Α (δ. τ. τού σκεδάννυμι) 1. διασκορπίζω 2. μέσ. σκίδναμαι α) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.) β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.) γ) (για την κόρη… … Dictionary of Greek