-
1 άλοις
-
2 ἅλοις
-
3 ἀδάμας
1 adamantκρατεροῖς ἀδάμαντος ἅλοις P. 4.71
ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν fr. 123. 4. -
4 ἇλος
1 nail fig. τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; P. 4.71 -
5 δέω
1 bind, fasten οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται (sc. Τυφώς) κορυφαῖς καὶ πέδῳ i. e. under Etna P. 1.27βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας P. 4.234
χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς (Tricl.: ἱμαντωθείς codd.) N. 6.35 οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. met., ἀλλὰκέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54
τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; P. 4.71δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45
νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229. dub. ] δεῖ δεσμὸς[ (at fort. ἀεὶ legendum) Παρθ. 1. 3. -
6 κίνδυνος
κίνδῡνος (-ος, -ῳ, -ον.)1 dangerὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον O. 5.16
τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; P. 4.71ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι P. 4.207
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.21
Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς N. 9.35
κίνδυνος fr. 6f. ]κινδυν[ Πα. 12. e. 1. -
7 κρατερός
a of people, masterful ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί (sc. ἀνυμνοῦνται: Tric.: καρτεροί codd.) I. 5.31b of things, κρατεροῖς ἀδάμαντοςP. 4.71
Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν P. 11.18
-
8 ἀδάμας
A unconquerable:I Subst., adamant, i. e. the hardest metal, prob. steel, χλωρός, πολιός, Hes.Sc. 231, Th. 161: metaph., ; of anything fixed, unalterable, ἔπος ἐρέω ἀδάμαντι πελάσσας Orac. ap. Hdt.7.141; ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις fixed them with nails of adamant, i. e. inevitably, Pi.P. 4.71, cf. APl.4.167 (Antip. Sid.);τὸν ἐν Ἅιδα κινήσαις ἀδάμαντα Theoc.2.34
.2 diamond, Thphr.Lap.19, Paus.8.18.6, Peripl. M.Rubr.56; prob. so meant in Pl.Ti. 59b, Plt. 303e, cf. Plin.HN37.55.3 metaph., ὁ πόνος ἀδ άμαντος, of love, Alex.245.13.II Adj., unbreakable, .
См. также в других словарях:
ἅλοις — ἅ̱λοις , ἧλος nail head masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γίρασεκ, Αλόις — (Alois Jirasek, Χρόνοφ 1851 – Πράγα 1930). Τσέχος συγγραφέας. Προερχόμενος από αγροτική οικογένεια, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Κράλοβε και στην Πράγα· έζησε έπειτα στο Διτόμισλ (όπου δίδαξε σε λύκειο) και στην Πράγα. Ο Γ. θεωρείται ο… … Dictionary of Greek
Σενεφέλντερ, Αλόις — (Senefelder). Γερμανός τυπογράφος, εφευρέτης της λιθογραφίας (1771 1834). Ύστερα από επίμονες προσπάθειες, κατόρθωσε να επινοήσει μέθοδο αποτύπωσης με λίθινες πλάκες. Λίγο αργότερα ίδρυσε ένα λιθογραφείο και πήρε συνεργάτες του τους αδελφούς του… … Dictionary of Greek
Σμιλόφσκι, Αλόις Βοιτέκ — (Smilovsky). Ψευδώνυμο του Τσέχου διηγηματογράφου Α. Σμιλάουερ (Μλαντά Μπολεσλάβ, Βοημία 1837 Λιτομίσλ, Βοημία 1883). Υπήρξε συγγραφέας ρεαλιστικών διηγημάτων και μυθιστορημάτων, που αναφέρονται στην επαρχιακή ζωή, υπογραμμίζοντας το παρελθόν και … Dictionary of Greek
Σουμπέτερ, Γιόζεφ Αλόις — (Schumpeter). Αυστριακός οικονομολόγος (Τρεστ, Μοραβία 1883 Τάκονιτς, Κονέκτικατ 1950). Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Τσερνόβτσι (1909) και του Γκρατς (1911), μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε για λίγο υπουργός Οικονομικών της Αυστριακής… … Dictionary of Greek
Χάμπα, Αλόις — (Haba, Βιζοβίτσε, Μοραβία 1893 – Πράγα 1973). Τσέχος συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Αφοσιώθηκε στη μελέτη των τετάρτων και των έκτων του τόνου και επεξεργάστηκε δική του θεωρία, την οποία συνόψισε σε μια μελέτη που δημοσίευσε το 1927,… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
εμποροκρατία — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται συνήθως η πολιτική επέκτασης και οικονομικής ανάπτυξης, που ακολούθησαν οι μεγάλες ευρωπαϊκές μοναρχίες τον 16o, τον 17o και τον 18o αι., καθώς και οι θεωρίες των συγγραφέων της περιόδου εκείνης, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων … Dictionary of Greek