Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἅλοις

См. также в других словарях:

  • ἅλοις — ἅ̱λοις , ἧλος nail head masc dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γίρασεκ, Αλόις — (Alois Jirasek, Χρόνοφ 1851 – Πράγα 1930). Τσέχος συγγραφέας. Προερχόμενος από αγροτική οικογένεια, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Κράλοβε και στην Πράγα· έζησε έπειτα στο Διτόμισλ (όπου δίδαξε σε λύκειο) και στην Πράγα. Ο Γ. θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

  • Σενεφέλντερ, Αλόις — (Senefelder). Γερμανός τυπογράφος, εφευρέτης της λιθογραφίας (1771 1834). Ύστερα από επίμονες προσπάθειες, κατόρθωσε να επινοήσει μέθοδο αποτύπωσης με λίθινες πλάκες. Λίγο αργότερα ίδρυσε ένα λιθογραφείο και πήρε συνεργάτες του τους αδελφούς του… …   Dictionary of Greek

  • Σμιλόφσκι, Αλόις Βοιτέκ — (Smilovsky). Ψευδώνυμο του Τσέχου διηγηματογράφου Α. Σμιλάουερ (Μλαντά Μπολεσλάβ, Βοημία 1837 Λιτομίσλ, Βοημία 1883). Υπήρξε συγγραφέας ρεαλιστικών διηγημάτων και μυθιστορημάτων, που αναφέρονται στην επαρχιακή ζωή, υπογραμμίζοντας το παρελθόν και …   Dictionary of Greek

  • Σουμπέτερ, Γιόζεφ Αλόις — (Schumpeter). Αυστριακός οικονομολόγος (Τρεστ, Μοραβία 1883 Τάκονιτς, Κονέκτικατ 1950). Καθηγητής στα πανεπιστήμια του Τσερνόβτσι (1909) και του Γκρατς (1911), μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε για λίγο υπουργός Οικονομικών της Αυστριακής… …   Dictionary of Greek

  • Χάμπα, Αλόις — (Haba, Βιζοβίτσε, Μοραβία 1893 – Πράγα 1973). Τσέχος συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Αφοσιώθηκε στη μελέτη των τετάρτων και των έκτων του τόνου και επεξεργάστηκε δική του θεωρία, την οποία συνόψισε σε μια μελέτη που δημοσίευσε το 1927,… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • εμποροκρατία — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται συνήθως η πολιτική επέκτασης και οικονομικής ανάπτυξης, που ακολούθησαν οι μεγάλες ευρωπαϊκές μοναρχίες τον 16o, τον 17o και τον 18o αι., καθώς και οι θεωρίες των συγγραφέων της περιόδου εκείνης, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»