-
1 συν-αρμόζω
συν-αρμόζω, att. συναρμόττω, zusammenfügen, -passen, verbinden, vereinigen; Λυγκεῖ φρενῶν καρπὸν εὐϑείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ, Pind. N. 10, 12; πάντας ἤδη τόδ' ἔργον εὐχερείᾳ συναρμόσει βροτούς, Aesch. Eum. 471; ξυνάρμοσον βλέφαρά μου τῇ σῇ χερί, Eur. Phoen. 1460; u. in Prosa: ξυναρμόττων τοὺς πολίτας πειϑοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, Plat. Rep. VII, 519 e; συναρμόσας ἀπὸ τοῦ ϑεῖν καὶ ἅλλεσϑαι τὸ ὄνομα, Crat. 414 b; οἱ ξυναρμοσϑέντες δεσμοί, Tim. 81 d; u. med., τὰ διαφέροντα κάλλει σωμάτων γένη συναρμόσασϑαι, Tim. 53 e; συναρμόξατο, Tim. Locr. 99 a; Thuc. 4, 100; συναρμοσϑέντες κατὰ τοῠτον τὸν τρόπον, Pol. 1, 26, 16. – Von Künstlern, die aus angemessener Verbindung der Theile ein schönes Ganzes bilden, bes. vom Tonkünstler, componiren, Sp. – Intrans., zusammenpassen, angemessen sein, übereinstimmen, mit Einem, τινί, οὐδὲ ξυναρμόττουσιν Mem. 2, 6, 24; συναρμόζουσαι γυναῖκες, Xen. Cyr. 7, 5, 60; Sp., wie Luc. hist. conscr. 55.
-
2 σκάπτω
σκάπτω, graben, behacken; φυτά, H. h. Merc. 90; σκάπτει, μοχλεύει ϑύρετρα, Eur. Herc. F. 999; σκάπτειν οὐκ ἐπίσταμαι, Ar. Av. 1432, nach dem Schol. sprichwörtlich πεζῇ βαδίζων σκάπτειν οὐκ ἐπίσταμαι; σκάπτω τάφρον, Thuc. 4, 90; Plat. Legg. VI, 778 e; σκάπτων καὶ σπείρων γήδιον, Xen. Oec. 16, 14; Folgde. – In Geopon. διὰ βοῶν σκάπτειν, mit Ochsen graben, d. i. die Saat einpflügen. – Τὰ ἐσκαμμένα, eine Grube als Ziel des Sprungs der Fünfkämpfer, πένταϑλοι; dah. ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα ἅλλεσϑαι, die Gränze überschreiten, Plat. Crat. 413 a; vgl. Luc. Gall. 6 u. Bast ep. crit. p. 243.
-
3 ἐλλόπιδας
См. также в других словарях:
συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek
Ασκώλια — Ἀσκώλια, τα (Α) η δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκώλια πιθ. < ασκός, μέσω ενός επιθήματος ō(lο) . Η άποψη κατά την οποία λαμβάνεται ως βάση τ. *άσκωλος < *αν σκωλος (πρβλ. αφ ενός σκωλοβατίζω «βαδίζω με ξυλοπόδαρα»… … Dictionary of Greek