Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἅλικα

См. также в других словарях:

  • ἁλικά — ἁλικά̱ , ἁλική sea borne fem nom/voc/acc dual ἁλικά̱ , ἁλική sea borne fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλίκα — Ἁλίκᾱ , Ἁλίκη fem nom/voc/acc dual Ἁλίκᾱ , Ἁλίκη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίκα — ἁλίκᾱ , ἁλίκος sea borne fem nom/voc/acc dual ἁλίκᾱ , ἁλίκος sea borne fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλικα — ἁλίκος sea borne neut nom/voc/acc pl ἅ̱λικα , ἁλίζω 1 gather together perf ind act 1st sg (doric aeolic) ἅ̱λικα , ἁλίζω 2 salt perf ind act 1st sg (doric aeolic) ἁλικά sea borne neut nom/voc/acc pl ἅ̱λικα , ἧλιξ of the same age masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άλικα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου …   Dictionary of Greek

  • Ἁλίκαν — Ἁλίκᾱν , Ἁλίκη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλίκαν — ἁλίκᾱν , ἁλίκος sea borne fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αλικός — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * ἁλικός, ή, ὸν (Α) βλ. αλυκός* το θηλ. ἁλική, ή και το ουδ. πληθ. ἁλικά, τα (ως ουσιαστ.) φόροι… …   Dictionary of Greek

  • Αλικάτης, Παναγιώτης — Αγωνιστής του 1821, γνωστός και ως Νικολόπουλος. Καταγόταν από το χωριό Άλικα της επαρχίας Οιτύλου. Πολέμησε έως το τέλος του Αγώνα υπό τις διαταγές των Μαυρομιχαλαίων στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα. Τραυματίστηκε στο Βαλτέτσι. Μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Γκριν, Αλεξάντρ — (Aleksandr Grin, Βιάτκα 1880 – Στάρι Κριμ 1932). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς Γκρινέφσκι. Ήταν γιος ενός εξόριστου μετά την Πολωνική επανάσταση του 1863, ο οποίος έζησε από τα παιδικά του ακόμα χρόνια μια ζωή όλο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»