-
1 άθροισμα
τοSumme f -
2 ἄθροισμα
ἄ-θροισμα, Versammlung; Häufung, Masse. -
3 συν-άθροισμα
συν-άθροισμα, τό, das Gesammelte, Sp.
-
4 ἀκρωνία
ἀκρωνία, ἡ, Verstümmelung der äußersten Glieder, bei Aesch. Eum. 179 in einer sehr dunklen Stelle; der Schol. erklärt ἐκτομὴ μορίων, aber VLL. ἄϑροισμα. παράστασις, πλῆϑος.
-
5 ὁμόῤ-ῥοια
-
6 ἄγυρις
-
7 συνάθροισμα
συν-άθροισμα, τό, das Gesammelte
См. также в других словарях:
ἅθροισμα — ἄθροισμα , ἄθροισμα that which is gathered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθροισμα — that which is gathered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… … Dictionary of Greek
άθροισμα — το, ατος το αποτέλεσμα της άθροισης: Το 12 είναι το άθροισμα των αριθμών 7 και 5 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάτομα — Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή… … Dictionary of Greek
ἄθροισμ' — ἄθροισμα , ἄθροισμα that which is gathered neut nom/voc/acc sg ἄ̱θροισμαι , ἀθροίζω gather together perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυξομύκητες ή μυξόφυτα — Άθροισμα ή κλάση απλούστατων φυτικών οργανισμών, που το φυτικό τους σώμα αποτελείται από μια πρωτοπλασματική (πλασμώδιο) πολυπύρηνη και αμέμβρανη μάζα· συναντιούνται συχνότατα στα δάση, πάνω στους κορμούς των δέντρων, στα σαπισμένα φύλλα ή πάνω… … Dictionary of Greek
ἀθροισμάτων — ἄθροισμα that which is gathered neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροίσμασι — ἄθροισμα that which is gathered neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροίσμασιν — ἄθροισμα that which is gathered neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροίσματα — ἄθροισμα that which is gathered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)