Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἅβῃ

  • 1 άβη

    ἄ̱βη, ἀβάω
    attain: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ἀβάω
    attain: pres imperat act 2nd sg (doric)
    ἄ̱βη, ἀβάω
    attain: imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)
    ἀβάω
    attain: pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
    ἀβάω
    attain: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
    ——————
    ἅ̱βη, ἅπτω
    fasten: aor ind pass 3rd sg (doric aeolic)
    ἅπτω
    fasten: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)
    ἅ̱βη, ἥβη
    youthful prime: fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)
    ——————
    ἅ̱βῃ, ἥβη
    youthful prime: fem dat sg (attic epic doric ionic)

    Morphologia Graeca > άβη

  • 2 ἄβη

    Βλ. λ. άβη

    Morphologia Graeca > ἄβη

  • 3 ἅβη

    Βλ. λ. άβη

    Morphologia Graeca > ἅβη

  • 4 ἅβῃ

    Βλ. λ. άβη

    Morphologia Graeca > ἅβῃ

См. также в других словарях:

  • ἄβη — ἄ̱βη , ἀβάω attain imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀβάω attain pres imperat act 2nd sg (doric) ἄ̱βη , ἀβάω attain imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀβάω attain pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀβάω attain… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅβη — ἅ̱βη , ἅπτω fasten aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) ἅπτω fasten aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἅ̱βη , ἥβη youthful prime fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅβῃ — ἅ̱βῃ , ἥβη youthful prime fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανάβι — και καν(ν)άβι, το 1. δημώδης ονομασία τού φυτού κάν(ν)αβη* 2. η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάν(ν)αβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις με μεταπλασμό σε ουδ. κατά τα δάμαλις > δαμάλι] …   Dictionary of Greek

  • Unification (computer science) — Unification, in computer science and logic, is an algorithmic process by which one attempts to solve the satisfiability problem. The goal of unification is to find a substitution which demonstrates that two seemingly different terms are in fact… …   Wikipedia

  • αλικάκαβον — το Βoτ. έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες το είδος Physales alkekengi τής οικογένειας τών Σολανιδών. Ο Διοσκορίδης ονομάζει έτσι το είδος Withania somnifera τής ίδιας οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη με αμφίβολη ορθογραφία, πρβλ. τον τ. πληθυντ. αριθμού …   Dictionary of Greek

  • κάναβη — και κάνναβη και κάν(ν)αβις η, σπαν. το (AM κάναβις και κάνναβις, εως) 1. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας καν(ν)αβινίδες με ένα μόνο είδος 2. συνεκδ. η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάν(ν)αβη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., σκυθικής… …   Dictionary of Greek

  • κάναβος — ο (Α κάναβος και κάνναβος) νεοελλ. (τοπογρ.) γεωμετρικό σχήμα ενός δικτύου τετραγώνων πάνω σε χάρτη που η σχεδίασή του αποτελεί ακριβή τρόπο καθορισμού τών κορυφών μιας πολυγωνικής οδεύσεως πάνω σε χάρτη με βάση τις ορθογώνιες συντεταγμένες τους… …   Dictionary of Greek

  • καμβάς — ο 1. χοντρό ύφασμα από κανάβι ή λινάρι ή βαμβάκι ή μετάξι, πολύ αραιά πλεγμένο και δικτυωτό, που είναι κατάλληλο για κεντήματα, δαντέλες, τάπητες κ.λπ. 2. μτφ. (για λογοτεχνικό ή θεατρικό κ.λπ. έργο) η πλοκή, ο μύθος, η υπόθεση τού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κανάβινος — και καννάβινος, η, ο(ν) (Α κανάβινος και καννάβινος, ίνη, ον) καν(ν)αβένιος, κατασκευασμένος απὸ κάνναβη αρχ. 1. όμοιος με κάν(ν)αβη, με καν(ν)άβι («κράμβη κανναβίνη», Ανθ. Παλ.) 2. ο σχετικὸς με τον κάν(ν)αβον* («κανάβινος κηρὸς ᾧ χρῶνται οἱ… …   Dictionary of Greek

  • κανάβιον — και καννάβιον / κανάβιον και καννάβιον, τὸ (Α) η κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. δάμαλις δαμάλι(ον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»