-
1 πολύ-τεκνος
πολύ-τεκνος, viele Kinder habend; Τηϑύς, Aesch. Prom. 137; auch ποταμοί, Suppl. 1008; Eur. Med. 557; Niobe, Antp. Sid. 43 ( Plan. 133), u. sonst.
-
2 σπανό-τεκνος
σπανό-τεκνος, kinderarm, Sext. Emp. adv. astrol. 101.
-
3 φιλό-τεκνος
φιλό-τεκνος, Kinder, Junge liebend, Kinderfreund; πᾶσιν ἀνϑρώποισιν φιλότεκνος βίος Eur. Phoen. 972, vgl. 359; Ar. Th. 752; Her. 2, 66; – compar., Arist. eth. 9, 7.
-
4 κρεισσό-τεκνος
κρεισσό-τεκνος, besser, d. i. höher geachtet als die Kinder, Aesch. Spt. 766.
-
5 καλλί-τεκνος
καλλί-τεκνος, schöne Kinder habend, compar., Luc. D. D. 16, 1; superl., Plut. Aemil. Paul. 5.
-
6 εὔ-τεκνος
εὔ-τεκνος, glücklich mit Kindern, fruchtbar an Kindern, Eur. Suppl. 979 u. öfter; εὐτεκνωτάτη heißt Hekuba, εὐτεκνώτατος Priamus, Hec. 581. 620 (aber εὐτεκνότερος D. Sic. 1, 741; auch ἡ πατρίς, Herc. Für. 1405, wie δόμος Callim. ep. 21; χρησμοί, Kinder verheißend, Eur. Ion 423. – Auch σπέρματ' εὐτέκνου βοός, Aesch. Suppl. 272; Arist. oft von Thieren, fruchtbar; γυνή, geeignet, Kinder zu zeugen, Xen. Lac. 1, 8.
-
7 ματαιό-τεκνος
ματαιό-τεκνος, vergebens Kinder habend, VLL.
-
8 δύς-τεκνος
δύς-τεκνος, durch Kinder unglücklich, παιδουργία Soph. O. R. 1248.
-
9 μονό-τεκνος
μονό-τεκνος, mit einem Kinde, Πρόκνη, Eur. Herc. Fur. 1021.
-
10 μῑσό-τεκνος
μῑσό-τεκνος, Kinder hassend, Kinderfeind, Aesch. 3, 78.
-
11 ὀψί-τεκνος
ὀψί-τεκνος, spät Kinder bekommend, Lycophr. 1272.
-
12 ὀλιγό-τεκνος
ὀλιγό-τεκνος, = ὀλιγόπαις, Max. Tyr.
-
13 ἄ-τεκνος
-
14 ἔν-τεκνος
-
15 ὠλεσί-τεκνος
ὠλεσί-τεκνος, Kinder verderbend, tödtend, Nonn. D. 44, 91.
-
16 ἄτεκνος
-
17 δύςτεκνος
-
18 ἔντεκνος
-
19 εὔτεκνος
εὔ-τεκνος, glücklich mit Kindern, fruchtbar an Kindern; εὐτεκνωτάτη heißt Hekuba, εὐτεκνώτατος Priamus; χρησμοί, Kinder verheißend; von Tieren: fruchtbar; γυνή, geeignet, Kinder zu zeugen -
20 καλλίτεκνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κρονότεκνος — Κρονότεκνος, ὁ (Α) ο πατέρας τού Κρόνου, ο Ουρανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος, φιλό τεκνος] … Dictionary of Greek
εύτεκνος — η, ο (ΑΜ εὔτεκνος, ον) αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του μσν. αρχ. (για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία αρχ. 1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα 2. (για χρησμούς) αυτός… … Dictionary of Greek
θηλύτεκνος — θηλύτεκνος, ον (Α) αυτός που γεννά θηλυκά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + τεκνος (< τέκνο), πρβλ. ά τεκνος, πολύ τεκνος] … Dictionary of Greek
καλλίτεκνος — η, ο (AM καλλίτεκνος, ον) αυτός που έχει καλά και ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. κρεισσό τεκνος, ολιγό τεκνος] … Dictionary of Greek
κρεισσότεκνος — κρεισσότεκνος, ον (Α) αυτός που είναι πιο αγαπητός σε κάποιον κι από τα ίδια τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρείσσων + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. εύ τεκνος, πολύ τεκνος] … Dictionary of Greek
μητρότεκνος — μητρότεκνος, ἡ (Α) μητέρα και τέκνο ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί τεκνος, μισότεκνος] … Dictionary of Greek
μισότεκνος — μισότεκνος, ον (Α) αυτός που μισεί τα τέκνα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + τέκνος (< τέκνον), πρβλ. φιλό τεκνος] … Dictionary of Greek
μονότεκνος — η, ο (Α μονότεκνος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] … Dictionary of Greek
ολιγότεκνος — η, ο (ΑΜ ὀλιγότεκνος, ον) αυτός που έχει λίγα τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] … Dictionary of Greek
οψίτεκνος — ὀψίτεκνος, ον (Α) οψίγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. πολύ τεκνος] … Dictionary of Greek
πολύτεκνος — η, ο / πολύτεκνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά τέκνα, ο γονέας πολλών παιδιών νεοελλ. (νομ.) ο γονέας τεσσάρων, τουλάχιστον, τέκνων, αριθμό τον οποίο πρόσφατος νόμος περιόρισε σε τρία μσν. αρχ. αυτός που απαρτίζεται από πολλά τέκνα («πολύτεκνος… … Dictionary of Greek