-
1 στροφος
ὅ1) перевязь (sc. τῆς πήρης Hom.)2) веревка Her.3) пояс Aesch.4) повязка, свивальник HH.5) колики, резь (в животе) Arph., Arst., Plut., Sext. -
2 στροφός
ο1) строп; 2) мед. заворот кишок -
3 στροφιον
-
4 στροφις
-
5 αγχιστροφος
2круто поворачивающий, крутой, внезапный(μεταβολή Thuc.)
ἀγχίστροφα βουλεύεσθαι Her. — внезапно менять свои решения -
6 αλλοιοστροφος
-
7 αμφιστροφος
-
8 ανεμοστροφος
-
9 ανομοιοστροφος
-
10 αντιστροφος
-
11 αποστροφος
-
12 ασπιδηστροφος
-
13 αστροφος
21) текст. производимый без кручения или без сучения(γένεσις Plat.)
2) неповорачивающийся, не озирающийся(ἀφέρπειν ἄ. Soph.)
ἀστρόφοισιν ὄμμασιν Aesch. — без оглядки -
14 βουστροφος
-
15 διαστροφος
21) кривой, увечный(πρόβατα Her.; δ. τὸ σῶμα καὴ λελωβημένος Luc.)
2) искаженный, обезображенный(μορφέ καὴ φρένες Aesch.)
3) косящий или безумно глядящий(ὀφθαλμός Soph.)
-
16 εδροστροφος
-
17 ευστροφος
эп. ἐΰστροφος 21) крепко скрученный(ἄωτος Hom.)
2) поворотливый, удобоуправляемый(νῆες Eur., Plut.)
3) послушный(ζῷον Plat., Plut.)
4) изворотливый(πρὸς τὰς ἀπαντήσεις Plut.)
-
18 ηνιοστροφος
-
19 ιμονιοστροφος
-
20 ισοστροφος
2обращенный в ту же сторону, имеющий то же направление, занятый тем же предметом(ῥητορική, ἧς ἰ. ἥ διαλεκτική ἐστιν Sext.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στρόφος — twisted band masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφος — ο, ΝΜΑ, και στρόπος Ν ισχυρός κωλικόπονος εξαιτίας συστροφής τών εντέρων νεοελλ. 1. είδος σχοινιού με συνδεδεμένα τα άκρα που χρησιμεύει ως αρτάνη κατά τις φορτώσεις βαρέων αντικειμένων, στροφίδα 2. ιατρ. ο ειλεός εκ συστροφής μσν. 1. στροβίλισμα … Dictionary of Greek
στρόφοι — στρόφος twisted band masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφοις — στρόφος twisted band masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφοισι — στρόφος twisted band masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφον — στρόφος twisted band masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφου — στρόφος twisted band masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφους — στρόφος twisted band masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφων — στρόφος twisted band masc gen pl στροφάω turn hither and thither imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στροφάω turn hither and thither imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόφῳ — στρόφος twisted band masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόστροφος — η, ο (Α ἑτερόστροφος, ον) νεοελλ. αυτός που στρέφεται κατά διεύθυνση αντίθετη από τη συνηθισμένη ή από τη διεύθυνση την οποία ακολουθεί άλλος αρχ. 1. (για ποιήματα) αυτός που αποτελείται από δύο στροφές ποικίλου ρυθμού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek