-
1 στιπτός
A trodden down, στιπτὴ φυλλάς,= στιβάς, S.Ph.33: metaph., σ. γέροντες tough, sturdy old fellows, Ar. Ach. 180 (perh. with allusion to στιπτοὶ ἄνθρακες, hard charcoal, Thphr.Ign.37). (In some codd. of S. written στειπτός, as also ἄ-στειπτος for ἄ-στιπτος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιπτός
-
2 στείνων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στείνων
См. также в других словарях:
στειπτός — ή, όν, Α βλ. στιπτός … Dictionary of Greek
στιπτός — ή, ό / στιπτός, ή, όν, ΝΑ, και στυφτός και στιφτός, ή, ο, Ν, και στειπτός, ή, όν, Α νεοελλ. στιμμένος αρχ. 1. στερεά πατημένος, πεπιεσμένος («στιπτὴ φυλλὰς», Σοφ.) 2. φρ. α) «στιπτοὶ γέροντες» μτφ. τραχείς, σκληραγωγημένοι γέροντες (Αριστοφ.) β)… … Dictionary of Greek