-
1 ασπερμος
-
2 ολιγοσπερμος
-
3 πανσπερμος
-
4 πολυσπερμος
См. также в других словарях:
κακόσπερμος — κακόσπερμος, ον (Α) αυτός που αποφέρει κακό ή λίγο σπόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. γυμνό σπερμος, λεπτό σπερμος] … Dictionary of Greek
λειόσπερμος — η, ο (για φυτό) αυτός που έχει λεία σπέρματα, δηλαδή χωρίς τρίχες, αυλακώσεις ή σαρκώδεις αποφύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. έν σπερμος, μονό σπερμος] … Dictionary of Greek
λεπτόσπερμος — η, ο (Α λεπτόσπερμος, ον) νεοελλ. βοτ. το ουδ. ως ουσ. το λεπτόσπερμο γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας μυρτίδες αρχ. αυτός που έχει λεπτά, μικρά σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. γυμνό σπερμος,… … Dictionary of Greek
υγρόσπερμος — ον, Α αυτός που έχει υγρό σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. λεπτό σπερμος, ολιγό σπερμος] … Dictionary of Greek
πάνσπερμος — ον, Α αυτός που αποτελείται από κάθε είδους σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. ολιγό σπερμος] … Dictionary of Greek
παχύσπερμος — ον, Α (για πρόσ.) αυτός που έχει παχύ σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. πολύ σπερμος] … Dictionary of Greek
πολύσπερμος — η, ο / πολύσπερμος, ον, ΝΜΑ 1. (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό υγρό 3. μτφ. γόνιμος 4. το θηλ. ως ουσ. η πολύσπερμος ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπερμος (<… … Dictionary of Greek
σαρκόσπερμος — η, ο, Ν (για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδη σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. μονό σπερμος] … Dictionary of Greek
σπανόσπερμο — και σπανιόσπερμος, ον, Α 1. αυτός που έχει λίγο σπέρμα ή σπόρο 2. σπανότεκνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. λεπτό σπερμος] … Dictionary of Greek
άσπερμος — η, ο (Α ἄσπερμος, ον) (για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ. «άσπερμος σταφιδάμπελος») νεοελλ. χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί) αρχ. 1. χωρίς σπέρμα,… … Dictionary of Greek
καρδιόσπερμο — (Cardiospermum). Γένος φυτών της οικογένειας των σαπινδοειδών, που περιλαμβάνει 15 είδη ιθαγενή της Νότιας Αμερικής. Πρόκειται για φυτά ποώδη ή θαμνώδη και ελικοειδή αναρριχητικά, οι σπόροι των οποίων φέρουν ένα λευκό καρδιόσχημο στίγμα. Το… … Dictionary of Greek