-
1 πυστός
πυστός, adj. verb. von πυνϑάνομαι, bekannt, berühmt, Schol. Aesch. Prom. 907.
-
2 πυστός
πυστός, bekannt, berühmt -
3 πρό-πυστος
πρό-πυστος, der vorher erfahren od. vernommen hat, B. A. 61 erkl. προακηκοώς
-
4 περί-πυστος
περί-πυστος, ringsum kund, bekannt, weit berühmt, Col. 75 u. a. sp. D.
-
5 παν-ά-πυστος
παν-ά-πυστος, ganz unvernommen, von dem man gar Nichts hört, – auch ganz unkundig, der Nichts gehört hat, VLL. erkl. ἀνήκοος.
-
6 πολύ-πυστος
πολύ-πυστος, wovon man viel erfahren od. gehört hat, μόρος, Nic. Al. 308.
-
7 φιλό-πυστος
φιλό-πυστος, = φιλόπευστος, Hesych.
-
8 διά-πυστος
διά-πυστος, bekannt, Hdn. 2, 12, 4.
-
9 νή-πυστος
νή-πυστος, ungehört, von dem man Nichts erfahren, Nonn. D. 11, 199.
-
10 ἀνά-πυστος
ἀνά-πυστος, ausgeforscht, bekannt, Od. 11, 274; Her. 6, 64 u. sonst.
-
11 ἀν-έκ-πυστος
ἀν-έκ-πυστος, nicht ausgekundschaftet, Ioseph.
-
12 ἄ-πυστος
ἄ-πυστος, 1) von dem man nichts vernommen hat, οἴχετ' ἄιστος ἄπυστος Od. 1, 242; Soph. O. C. 490 ἄπ υστα φωνῶν; Axioch. 365 c. – 2) der nichts vernommen hat, ohne Nachricht, οὐδὲ δὴν ἦεν ἄπ. Ζεύς Od. 5. 127; μύϑων 4, 675; Opp. H. 2, 232.
-
13 ἔκ-πυστος
ἔκ-πυστος, bekannt, ruchbar; ἔκπυστον γίγνεσϑαι Thuc. 4, 70; 8, 42 u. Sp.; τινί, Plut. Camill. 3; ἔκπυστον ποιεῖν τινι, bekannt machen, Hdn. 2, 7, 10.
-
14 ἀνάπυστος
ἀνά-πυστος, ausgeforscht, bekannt -
15 ἀνέκπυστος
-
16 ἄπυστος
-
17 διάπυστος
-
18 ἔκπυστος
ἔκ-πυστος, bekannt, ruchbar; ἔκπυστον ποιεῖν τινι, bekannt machen -
19 νήπυστος
νή-πυστος, ungehört, von dem man nichts erfahren -
20 πανάπυστος
παν-ά-πυστος, ganz unvernommen, von dem man gar nichts hört, auch ganz unkundig, der nichts gehört hat
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πυστός — learnt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυστός — ή, όν, ΜΑ 1. γνωστός, ξακουστός 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐκ τοῡ πεύθω, ὅ σημαίνει τὸ ἀκούω, γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἐξάκουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ τος < θ. πυθ τού πυ ν θάνομαι… … Dictionary of Greek
πυστά — πυστός learnt neut nom/voc/acc pl πυστά̱ , πυστός learnt fem nom/voc/acc dual πυστά̱ , πυστός learnt fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυστόν — πυστός learnt masc acc sg πυστός learnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυστοῖς — πυστός learnt masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήπυστος — νήπυστος, ον (Α) ανήκουστος, άγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»), πρβλ. ά πυστος, έκ πυστος] … Dictionary of Greek
άπυστος — ἄπυστος, ον (Α) [πυστός] 1. αυτός για τον οποίο δεν έχει ακούσει κανείς κάτι 2. αυτός που δεν ακούγεται ή δεν μπορεί να ακουστεί 3. αυτός που δεν άκουσε ή δεν πληροφορήθηκε τίποτε, απληροφόρητος … Dictionary of Greek
πάμπυστος — πάμπυστος, ον (Α) 1. πασίγνωστος, γνωστότατος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμπυστα με πλήρη γνώση ή προς πλήρη γνώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πυστός (< πυνθάνομαι)] … Dictionary of Greek
περίπυστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι παντού γνωστός, περιώνυμος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»)] … Dictionary of Greek
πολύπυστος — ον, Α φημισμένος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πυστός (< πυνθάνομαι)] … Dictionary of Greek
πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… … Dictionary of Greek