Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄ-νευρος

См. также в других словарях:

  • λεπτόνευρος — λεπτόνευρος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτά νεύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά νευρος, κατά νευρος] …   Dictionary of Greek

  • πεντάνευρος — ον, Α αυτός που έχει πέντε χορδές, πεντάχορδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. λεπτό νευρος] …   Dictionary of Greek

  • πολύνευρος — η, ο / πολύνευρος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά νεύρα, πολλές νευρώσεις («πολύνευρα φύλλα») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύνευρον το φυτό αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά νευρος] …   Dictionary of Greek

  • τρίνευρος — η, ο, Ν (για φύλλα φυτού) αυτός που έχει τρία νεύρα, τρεις νευρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + νευρος (< νεύρο), πρβλ. πολύ νευρος] …   Dictionary of Greek

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

  • Артиллерия (исторический очерк) — АРТИЛЛЕРІЯ. Историческій очеркъ. Слово А. производится одними отъ латинскихъ arcus лукъ и telum стрѣла (вообще оружіе для пораженія издали), или отъ ars искусстве и tollere поднимать; другими отъ итальянскихъ arte de tirare искусство стрельбы,… …   Военная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»