-
1 πτωχό-μουσος
πτωχό-μουσος, ὁ, ein Betteldichter, κόλαξ, Gorgias bei Arist. rhet. 3, 3.
-
2 παρά-μουσος
παρά-μουσος, wider die Musen oder den Gesang, mißtönend; ἄτης πλαγά, Aesch. Ch. 460; Ἄρης, Βρομίου παράμουσος ἑορταῖς, im Mißklang dazu stehend, Eur. Phoen. 792, Schol. ἀσύμφωνος.
-
3 πολύ-μουσος
πολύ-μουσος, mit vielen Musengaben, geschickt in den Musenkünsten; Luc. de salt. 7; Plut. Symp. 9, 14, 2.
-
4 πάμ-μουσος
πάμ-μουσος, ganz musisch, wohlklingend, Orac. Sib., Philo u. a. Sp.
-
5 φιλό-μουσος
φιλό-μουσος, die Musen liebend, die schönen Künste liebend, Musenfreund; λόγοι Ar. Nub. 357; ἀνήρ Plat. Phaedr. 259 b; καὶ φιλήκοος Rep. VIII, 548 e; δελφῖνες Arion. 1, 10; κώνωψ Mel. 90 (V, 152); Xen. Cyr. 5, 1,1.
-
6 κακό-μουσος
κακό-μουσος, = ἄμουσος, Schol. Eur. Phoen. 797.
-
7 εὔ-μουσος
-
8 δύς-μουσος
δύς-μουσος, αὐλός, von den Musen nicht geliebt, Onest. 7 (IX, 216).
-
9 ἀπό-μουσος
ἀπό-μουσος (Μοῠσα), = ἄμουσος, ohne Musen, ungebildet, Eur. Med. 1088. – Adv. ἀπομούσως, Aesch. Ag. 775.
-
10 ἄ-μουσος
ἄ-μουσος, von Musik nichts verstehend, dem μουσικός entgegengesetzt, Plat. Soph. 253 b, u. öfter, wie Xen. O. 12, 18; übh. ohne feinere musische Bildung, einfältig u. geschmacklos, ποιητής Ar. Th. 159; καὶ ἀφιλόσοφος Plat. Soph. 259 e; καὶ ἀγράμματος Tim. 23 b (wie καὶ ἀπαίδευτος Aesch. 1, 166); καὶ ἀσχήμων φύσις Rep. VI, 486 d; ἡδονή Phaedr. 2400; μεγάλα καὶ ἄμουσα ἁμαρτήματα Lys. 863 c; ungebildet, Ar. Vesp. 1074; ἀμουσόταται ᾠδαί, Eur. Phoen. 814, unmusischer, grauser Gesang, vom Räthsel der Sphinr ( Schol. κακὀμουσον τὸ αἴνιγμα), wie Orph. H. 64 δῆρις ἄμουσος, des Ares; öfter Plut.; svrüchw. ἀμουσότερος Λειβηϑρίων, Zenob. 1, 79, von höchster Rohheit. – Adv., geschmacklos, Plat. Hipp. mai. 292 c.
-
11 ὑπο-ά-μουσος
ὑπο-ά-μουσος, den Musen od. den Musenkünsten ein wenig entfremdet, Plat. Rep. VIII, 548 e, im compar.
-
12 ἔμ-μουσος
-
13 ἄμουσος
ἄ-μουσος, von Musik nichts verstehend; übh. ohne feinere musische Bildung, einfältig u. geschmacklos; ungebildet, unmusischer, grauser Gesang, vom Rätsel der Sphinx. Adv., geschmacklos -
14 ἀπόμουσος
ἀπό-μουσος, ohne Musen, ungebildet -
15 δύςμουσος
δύς-μουσος, αὐλός, von den Musen nicht geliebt -
16 εὔμουσος
-
17 πάμμουσος
πάμ-μουσος, ganz musisch, wohlklingend -
18 παράμουσος
παρά-μουσος, wider die Musen oder den Gesang, mißtönend; Ἄρης, Βρομίου παράμουσος ἑορταῖς, im Mißklang dazu stehend -
19 πολύμουσος
πολύ-μουσος, mit vielen Musengaben, geschickt in den Musenkünsten -
20 πτωχόμουσος
πτωχό-μουσος, ὁ, ein Betteldichter
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μοῦσος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μούσου — Μοῦσος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμουσος — η, ο (Α κακόμουσος, ον) ελλιπής στη μουσική, άμουσος, ακαλαίσθητος. επίρρ... κακομούσως με κακόμουσο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. ποικιλό μουσος, φιλό μουσος] … Dictionary of Greek
ποικιλόμουσος — ον, Α αυτός που έχει ή παράγει ποικίλη, πλούσια μουσική αρμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό μουσος] … Dictionary of Greek
πολύμουσος — ον, Α 1. προικισμένος με τα δώρα τών Μουσών 2. αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό ταλέντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό μουσος] … Dictionary of Greek
φιλόμουσος — η, ο / φιλόμουσος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική, φιλότεχνος νεοελλ. (κατ επέκτ.) φιλομαθής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμουσον η φιλομουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μουσος (< μοῦσα*), πρβλ. ποικιλό μουσος] … Dictionary of Greek
Синдбадова книга — Синдибâд Нâме, Китâб(и)Синдибâд общее название для вост. вариантов странствующей повести о женских кознях и о семи (позже десяти) царских советниках, которые своими притчами о лукавстве женщин стараются разрушить козни царицы по отношению к… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Синдбадова книга — (Синдиб âд Нâме, Китâб (и)Синдибâд) общее название для восточных вариантов странствующей повести о женских кознях и о семи (позже десяти) царских советниках, которые своими притчами о лукавстве женщин стараются разрушить козни царицы по отношению … Википедия
πάμμουσος — πάμμουσος, ον (Α) πάρα πολύ εύμουσος, μουσικότατος («πάμμουσος ἁρμονία», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μουσος (< μοῦσα)] … Dictionary of Greek
πτωχόμουσος — ον, Α αυτός που έχει φυσικά πνευματικά χαρίσματα αλλά είναι φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + μοῦσα (πρβλ. κακό μουσος)] … Dictionary of Greek
υομουσία — ἡ, Α απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + μουσία (< μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο μουσία] … Dictionary of Greek